EΝΑ ΚΑΥΣΟΞΥΛΟ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα σωρό είχε ξεχάσει από τι δέντρο προερχόταν και αναρωτιόταν συνέχεια για την καταγωγή του. Όση περιέργεια όμως κι αν είχε, δεν ρωτούσε ποτέ τα άλλα ξύλα στον ίδιο σωρό, αφού αυτά προέρχονταν από διαφορετικά δέντρα.
Έτσι λοιπόν, όταν μια μέρα ο ξυλοκόπος φόρτωσε όλους τους άλλους σωρούς ξύλα σε ένα κάρο και τα πήγε στην αγορά να τα πουλήσει, στο καλό μας καυσόξυλο μπήκε μεγάλη περιέργεια αν είχε όντως ευγενική καταγωγή και γιατί αυτό το άφησε απούλητο.
Ξεχύθηκε λοιπόν το δάσος και άρχισε να ρωτάει τα δέντρα ένα - ένα, μη τυχόν και βρεθεί κάποιο να ξέρει να του απαντήσει. Αυτά πάλι, που δύσκολο να αναγνωρίσουν το ξύλο αφού έχει κοπεί απ' τον κορμό, το απογοήτευσαν πολύ, κι έτσι κι αυτό συνέχισε να ψάχνει στο δάσος. Όταν δε κάποια στιγμή συνάντησε έναν άλλο ξυλοκόπο και πήγε να ρωτήσει κι αυτόν, αυτός γύρισε και το κοίταξε αγριεμένα και έκανε να το μαζέψει στο σωρό του. Και πράγματι θα το τσάκωνε, αν δεν έπεφτε το σκοτάδι και αυτό δεν έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε να του ξεφύγει.
Το καυσόξυλο περπάτησε πολύ μέσα στην ερημιά και τα μαύρα σκοτάδια, ώσπου κάποια στιγμή βρήκε μια κατασκήνωση, στο κέντρο της οποίας υπήρχε μια φωτιά. "Ίσως ξέρουν οι σπίθες της φωτιάς", σκέφτηκε, και αφού βεβαιώθηκε πως κανείς δεν το έβλεπε, πλησίασε τη φωτιά και ρώτησε: "Μήπως εσείς ξέρετε από τι δέντρο προέρχομαι;"
"Μα απ' το δέντρο με το πιο ευγενικό ξύλο απ' όλα, φυσικά!", του απάντησε μια σπίθα που πετάχτηκε.
"Και ποιο είναι αυτό;", τη ρώτησε πίσω το καυσόξυλο με αγωνία, μα η σπίθα δεν πρόλαβε να απαντήσει και έσβησε.
Έτσι το καυσόξυλο, αφού απογοητεύτηκε τελείως, γύρισε πίσω στο σωρό και κάθισε με τα άλλα καυσόξυλα. Μετά από λίγο εμφανίστηκε ο ξυλοκόπος, ο οποίος τα φόρτωσε στο κάρο και πήγε στο σπίτι του να ανάψει φωτιά για να ζεσταθεί.
"Το ξύλο της βελανιδιάς καίγεται καλύτερα απ' όλα τα άλλα", είπε αυτός και πέταξε το καυσόξυλο στη φωτιά που μόλις είχε ανάψει με τα άλλα καυσόξυλα του σωρού.
Αυτό πάλι λίγο πρόλαβε να χαρεί, αφού μέσα σε λίγα λεπτά έγινε στάχτη και κάρβουνα, όπως όλα τα άλλα ξύλα στο σωρό.