ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ ΚΑΠΟΤΕ ΝΑΥΑΓΗΣΕ ΜΕ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΟΥ στα ανοιχτά του πελάγους. Μέσα στην φουρτούνα και την ταραχή όμως κατάφερε να πιαστεί από ένα κούτσουρο και με πολλή δυσκολία συνέχισε να μάχεται κόντρα στον δυνατό άνεμο και τα κύμματα. Μετά από αρκετές ώρες η καταιγίδα κόπασε και αυτός κατάφερε να βρει στεριά σε ένα απόμερο νησί.
Για να επιζήσει λοιπόν στο νησί έφτιαξε μια αυτοσχέδια καλύβα χρησιμοποιώντας ξύλα και φύλλα δέντρων, ενώ τρέφονταν με καρύδες αλλά και φρούτα που έβρισκε άφθονα στο δάσος. Τα βράδια του τα περνούσε στην ακροθαλασσιά, και ένιωθε πολύ όμορφα ακούγοντας τους πανέμορφους ήχους της φύσης, οι οποίοι στα αυτιά του ακούγονταν σαν μια υπέροχη μελωδία. Τόσο είχε μαγευτεί, που ήθελε να παραμείνει για πάντα.
Οι μέρες όμως περνούσαν και αυτός σκέφτονταν πως θα έπρεπε να γυρίσει πίσω. Με όπλο του ένα αυτοσχέδιο καμάκι, έψαξε όλο το νησί για να βρει ίχνη ανθρώπων που θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν πίσω στην χώρα του. Μάταια όμως, αφού έβρισκε μόνο άγρια ζώα αλλά και πουλιά. Με συντροφιά το κελάηδισμά τους, συνέχισε να ψάχνει, ώσπου ένα δειλινό που καθόταν στην ακροθαλασσιά, άρχισε να τραγουδάει την ίδια μελωδία με αυτά.
Τότε από την θάλασσα βγήκε μια σειρήνα, μισή άνθρωπος και μισή ψάρι, η οποία τραγούδησε και αυτή με ακόμη πιο μαγευτικό ρυθμό, συμπληρώνοντας το τραγούδι του. Πλάι της μαζεύτηκαν όλα τα πουλιά του δάσους, τα οποία κάθισαν κοντά της. Τότε ο ναυαγός της είπε:
"Τι πιο μαγικό από το τραγούδι σου, αλλά πρέπει να γυρίσω πίσω στην πατρίδα μου. Μήπως θα μπορούσες να με βοηθήσεις;"
Αυτή του απάντησε: "Αν πραγματικά το θέλεις, μπορώ να μαγέψω με το τραγούδι μου τους ναύτες του επόμενου καραβιού που θα περάσει από εδώ. Αλλά πως θα ακούς το τραγούδι μου αν φύγεις μακριά;"
Αυτός το σκέφτηκε για λίγο, αλλά επέμεινε. Η σειρήνα τότε πλησίασε το αμέσως επόμενο καράβι που περνούσε από τα ανοιχτά του πελάγους και με το μαγευτικό της τραγούδι προσέλκυσε τους ναύτες στο νησί. Όταν αυτοί κατέβηκαν και αντίκρισαν το ναυαγό του είπαν: "Τόσο γλυκιά μελωδία δεν έχει ξαναφτάσει στα αυτιά μας. Καλύτερα λοιπόν να μείνουμε μαζί σου παρά να επιστρέψουμε στην φασαρία της πόλης".
Έτσι λοιπόν, άραξαν το καράβι τους στην παραλία και έστησαν σκηνές. Στην μέση του καταυλισμού ύψωσαν μια πελώρια φωτιά, που έφτανε ως τον ουρανό. Ο ναυαγός όμως δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος, αφού οι ναύτες δεν είχαν καμία όρεξη να γυρίσουν πίσω και έκαναν πολύ φασαρία. Προσπάθησε πολύ να τους μεταπείσει, αλλά αυτοί δεν έπαιρναν από λόγια. Τότε είπε στην σειρήνα: "Οι ναύτες δεν ησυχάζουν παρά μόνο στο άκουσμά σου, και πλέον κάνουν τόσο πολύ φασαρία που δεν μπορώ να μείνω άλλο μαζί τους. Η μόνη λύση είναι να έρθεις μαζί μας στο καράβι, και να φύγουμε όλοι μαζί για την κοντινότερη πόλη."
Η σειρήνα του απάντησε: "Αυτό άρχοντά μου δε γίνεται γιατί μια σειρήνα μπορεί να ζήσει μόνο όταν η ουρά της βρίσκεται στην θάλασσα."
Τότε ο ναυαγός σκέφτηκε το εξής τέχνασμα. Έδεσε την σειρήνα στην πλώρη του καραβιού, έτσι ώστε η ουρά της να βρίσκεται πάντα μέσα στο νερό, και το υπόλοιπο κορμί της πάνω από την επιφάνεια. Έπειτα επιβιβάστηκαν όλοι οι ναύτες στο καράβι και με οδηγό το τραγούδι της σειρήνας ξανοίχτηκαν στο πέλαγος.
Μήνες ολόκληρους αργότερα έφτασαν στο κοντινότερο λιμάνι. Τόσο πολύ όμως είχαν μαγευτεί από το τραγούδι της σειρήνας που γέμισαν το καράβι προμήθειες και συνέχισαν να ταξιδεύουν χωρίς σταματημό και χωρίς προορισμό, παρά μόνο ακολουθώντας το τραγούδι της σειρήνας.