ΕΝΑΣ ΨΑΡΑΣ ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΜΑΚΡΙΝΗ ΛΑΠΩΝΙΑ είχε κουραστεί να ψαρεύει με τη βοήθεια του φαναριού. Κάθε μέρα ξυπνούσε στο σκοτάδι, μάζευε τα πράγματά του και έπαιρνε την βάρκα του με λιγοστό φως, αφού στα βόρεια μέρη τον χειμώνα ο ήλιος χάνεται και κάνει μήνες ολόκληρους να ξαναφανεί.
"Μακάρι να είχα έναν ήλιο πάνω από το κεφάλι μου να μου έφεγγε", είπε στον εαυτό του. Δεν πρόλαβε καλά καλά να το πει και είδε στον ουρανό να πέφτει ένα αστέρι, το οποίο προσγειώθηκε δίπλα στην βάρκα του. Αυτός άπλωσε τα χέρια του και το περιμάζεψε.
"Τα αδέλφια μου με διώξανε, γιατί δεν άντεξαν την λάμψη μου", του είπε το αστέρι. Και συνέχισε: "εγώ όμως πιστεύω πως αυτό που πραγματικά μου αξίζει είναι να λάμπω ψηλά στον ουρανό, όπως ο ήλιος".
"Αν λοιπόν καταφέρεις και με κρεμάσεις μπροστά στο φεγγάρι, εγώ θα φέξω τόσο δυνατά που θα είναι σα μέρα. Εσύ θα έχεις άφθονο φως για να ψαρεύεις και εγώ θα πάρω την θέση που μου αξίζει στον ουρανό.", του είπε το αστέρι. Ο ψαράς στην αρχή δυσκολεύτηκε να το πιστέψει. Έπειτα όμως σκέφτηκε πως δεν είχε άλλη επιλογή, αφού ο ήλιος θα έκανε μήνες ολόκληρους να ξαναφανεί.
Ο ψαράς λοιπόν πήρε μια σκάλα, την έστησε στην βάρκα του και με αυτήν έφτασε ψηλά στον ουρανό, όπου τοποθέτησε το αστέρι ακριβώς μπροστά από το φεγγάρι. Αυτό άρχισε να φέγγει με όλη του την δύναμη και ο ουρανός γέμισε φως σαν να ήταν μέρα. Έπειτα γύρισε στην βάρκα του και περίμενε υπομονετικά να χτυπήσει το επόμενο ψάρι, όμως τα ψάρια μπερδεύτηκαν πολύ, αφού το φως που έβγαινε από το αστέρι ήταν μισό δικό του και μισό φεγγαρίσιο, και δεν ήξεραν αν είναι μέρα ή νύχτα. Αντί λοιπόν να πιαστούν στο αγκίστρι του, άρχισαν να του ταρακουνάνε την βάρκα για να τον διώξουν. Σύντομα όλη η θάλασσα είχε γεμίσει αναστατωμένα ψάρια, καλαμάρια και χταπόδια τα οποία είχαν μπερδευτεί τόσο που χτυπούσαν το ένα το άλλο.
Τα νερά είχαν πλέον θολώσει τόσο από την αναστάτωση, που ο ψαράς το πήρε απόφαση πως δεν θα έπιανε κανένα ψάρι. Ξανάστησε λοιπόν την σκάλα, την σκαρφάλωσε και έφτασε ψηλά ως το φεγγάρι. Τότε πήρε το αστέρι από μπροστά του και το πέταξε όσο πιο μακριά μπορούσε. Με μιας ξανάγινε νύχτα και τα ψάρια ηρέμησαν, αφού πλέον έμεινε μόνο το φεγγαρίσιο φως να τα καθοδηγεί.
Και έτσι λοιπόν, ο ψαράς πήρε το μάθημά του, και πλέον ψάρευε μόνο με το φως της λάμπας. Όσο για το αστέρι; Την ώρα που το πέταξε ο ψαράς έτυχε να πετάει στον ουρανό ο Άι Βασίλης με το έλκυθρό του, ο οποίος το περιμάζεψε και το τοποθέτησε στην κορυφή χριστουγεννιάτικου δέντρου σε ένα ορφανοτροφείο. Από εκεί με την λάμψη του δίνει χαρά στα μικρά ορφανά παιδιά.