ΕΝΑΣ ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΠΟΤΕ ΕΙΧΕ ΕΝΑΝ ΣΚΥΛΟ, ο οποίος ήταν γερασμένος πολύ και τον είχε συντροφεύσει σε όλες τις δυσκολίες. Ο σκύλος όμως είχε χάσει όλα του τα δόντια και δεν μπορούσε να δαγκώσει τίποτα, με αποτέλεσμα η γυναίκα του βοσκού να του μαγειρεύει μόνο σούπες. Μια μέρα που ο βοσκός στεκόταν με την γυναίκα του μπροστά στην πόρτα, της είπε: "Αύριο θα διώξω τον σκύλο. Δεν μου χρειάζεται πλέον τίποτα."
Η γυναίκα του, η οποία ένιωσε κρίμα για τον ζώο που τους είχε μείνει τόσα χρόνια κοντά τους, του είπε: "Μας υπηρέτησε τόσα χρόνια και ήταν σωστός σε όλα, καλύτερα θα ήταν να τον κρατήσουμε."
"Όχι", της απάντησε ο άντρας. "Δεν του έχει μείνει ούτε ένα δόντι στο στόμα, και πλέον δεν τον φοβάται κανένας κλέφτης. Καλύτερα να φύγει. Κι αν μας έχει υπηρετήσει όπως έπρεπε, τον ανταμείψαμε τόσο καιρό δίνοντάς του φαγητό".
Ο κακόμοιρος σκύλος, ο οποίος καθόταν πίσω από την πόρτα και είχε τεντώσει τα αυτιά του, τα άκουσε όλα. Το ίδιο και μια γάτα πονηρή, η οποία του είπε: "Αύριο το πρωι που θα σου φέρει η γυναίκα του βοσκού σούπα, εσύ μην την αγγίξεις. Παρά μόνο πάρε ένα κόκκαλο μισοφαγωμένο και κάνε πως το μασάς, ώστε να νομίσουν πως έχεις ακόμα δόντια."
Έτσι και έγινε. Το επόμενο πρωί η γυναίκα του βοσκού ακούμπησε ένα πιάτο σούπα μπροστά στο σκυλόσπιτο, ενώ η γάτα έφυγε για να βρει ένα μισοφαγωμένο κόκκαλο. Μόλις επέστρεψε, το έδωσε στον σκύλο, ο οποίος δεν είχε αγγίξει καθόλου την σούπα. Πήρε το κόκκαλο και έκανε πως το μασουλούσε για να τον δει ο βοσκός. Μόλις την είδε η γυναίκα, φώναξε τον βοσκού και του είπε:
"Κοίτα να δεις που έκανες λάθος, και ο σκύλος μας έχει ακόμα δόντια. Κακώς έβαλες με το νου σου να τον διώξεις".
Αυτός σάστισε, και σκέφτηκε πως ο σκύλος είναι πονηρός. Τότε είπε στην γυναίκα του: "Εντάξει, αλλά αν είναι έτσι, ετοίμασέ του ένα πιάτο παϊδάκια, να το ευχαριστηθεί. Αύριο το πρωί θέλω να δω αν θα τα έχει καθαρίσει."
Το βράδυ η γυναίκα μαγείρεψε τα παϊδάκια και τα άφησε μπροστά στο σκυλόσπιτο. Ο λύκος, που όλη μέρα δεν είχε αγγίξει την σούπα, πεινούσε πολύ, και άρχισε να τα γλύφει χωρίς όμως να μπορεί να τα δαγκώσει, αφού δεν είχε καθόλου δόντια. Τότε του είπε η γάτα: "Καλύτερα να φωνάξουμε έναν λύκο, ο οποίος σίγουρα θα τα κάνει μια χαψιά, ώστε αύριο το πρωί ο σπιτονοικοκύρης να δει μόνο τα κόκκαλα".
Έτσι και έγινε. Ο σκύλος έβαλε στην αυλή του σπιτιού έναν λύκο, με πολλή προσοχή ώστε να μην τον καταλάβει ο βοσκός, αφού αν τον έβλεπε σίγουρα θα τρόμαζε και θα τους έδιωχνε και τους δυο. Ο λύκος κατασπάραξε τα παϊδάκια, αφήνοντας μόνο τα κόκκαλα. Έπειτα ο σκύλος τον ευχαρίστησε και του έδειξε τον δρόμο για να βγει απ' την αυλή. Αλλά αυτός, όπως ήταν πονηρός, αντί να γυρίσει πίσω στο δάσος κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο και περίμενε καρτερικά να ξημερώσει ώστε να μπει κρυφά στην στάνη με τα πρόβατα.
Μόλις ξημέρωσε το πρωι, η γυναίκα του βοσκού πλησίασε το σκυλόσπιτο και μόλις είδε τα κόκκαλα φώναξε τον άντρα της. Αυτός απόρησε, και αφού κοίταξε καλά το στόμα του σκύλου για να διαπιστώσει αν όντως του έχουν μείνει δόντια, είπε:
"Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι έφαγε όλα αυτά τα παϊδάκια μόνος του, αφού δεν του έχει μείνει δόντι για δόντι. Πήγαινε στην κουζίνα να μαγειρέψεις μια μπριζόλα για να διαπιστώσουμε αν θα τη φάει καθώς τον κοιτάμε."
Έτσι και έγινε. Η γυναίκα πήγε στην κουζίνα και έβαλε μια μπριζόλα στα κάρβουνα να ψήνεται, ενώ ο βοσκός έβγαλε το κοπάδι για βοσκή. Τότε η γάτα είπε στον σκύλο: "Μην φοβάσαι καθόλου, γιατί ο βοσκός αφήνει την μασέλα του σε ένα ποτήρι με νερό στο τραπέζι έξω από την στάνη. Θα πας λοιπόν και θα την φορέσεις ώστε να είσαι έτοιμος μόλις σε φωνάξουν να φας την μπριζόλα."
Όσο όμως αυτοί κατέστρωναν σχέδια, ο πονηρός λύκος είχε βρει την ευκαιρία να εισβάλλει στη στάνη και να κρυφτεί. Ο σκύλος λοιπόν πήρε την μασέλα από το ποτήρι, την έβαλε στο στόμα του, και περίμενε υπομονετικά. Όσο όμως περίμενε, άρχισαν να του τρέχουν τα σάλια, αφού δεν είχε φάει τίποτα.
Μόλις τον είδε με την μασέλα του βοσκού και να του τρέχουν τα σάλια, ο λύκος βγήκε από την κρυψώνα και έσκασε στα γέλια. Ο σκύλος στενοχωρήθηκε τόσο που άρχισε να γαβγίζει δυνατά, και αυτός πάλι να του ουρλιάζει πίσω. Όσο οι δυο τους τσακώνονταν, κατέφθασε ο βοσκός με το κοπάδι, ο οποίος τρόμαξε πολύ που είδε λύκο μέσα στην στάνη και πήρε καραμπίνα να τον διώξει. Και έτσι αυτός άρχισε να τρέχει, και ο βοσκός τον πήρε ξωπίσω ώσπου γύρισε πίσω στο δάσος και τον έχασε.
Μέχρι να γυρίσει πίσω, η γυναίκα του που είχε ετοιμάσει την μπριζόλα την έδωσε στον σκύλο, ο οποίος προσπάθησε με κόπο πολύ να την δαγκώσει χρησιμοποιώντας τη μασέλα. Μάταια όμως, αφού ήταν πολύ σκληρή και η μασέλα μονίμως έφευγε από τη θέση της. Όταν ο βοσκός έφτασε πίσω στην στάνη, αγκάλιασε τον σκύλο του και είπε στην γυναίκα του: "Κοίτα να δεις που και χωρίς δόντια, σκέφτηκε να βάλει την μασέλα μου για να τον φοβηθεί ο λύκος".
Έπειτα ο σκύλος έβγαλε την μασέλα και πήγε να γλείψει από την σούπα που είχε μείνει απο χθες. Από εκείνη τη μέρα και ύστερα περίμενε τον σκύλο ένα πιάτο ζεστή σούπα κάθε μέρα έξω από το σκυλόσπιτό του.