ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΕΝΑΣ ΔΡΑΚΟΣ ΜΟΧΘΗΡΟΣ, ο οποίος τυραννούσε πολύ τους κατοίκους του γειτονικού χωριού: κάθε πρώτη του μήνα είχε την απαίτηση να του στέλνουν μια άμαξα γεμάτη χρυσά φλουριά, τα οποία αποθήκευε στη σπηλιά του. Αν δεν τα λάμβανε, φλόγιζε τις οροφές των σπιτιών του χωριού και τρομοκρατούσε τους κατοίκους. Για το χωριό είχε γίνει μια μόνιμη πληγή και όλοι είχαν να λένε για την κακία αυτού του γιγαντιαίου ερπετού, το οποίο καταβρόχθιζε τους ιππότες που βρίσκονταν στο διάβα του.
Μια μέρα όμως που ο κακός αυτός Δράκος είχε βγει βόλτα στο δάσος, την προσοχή του τράβηξε η παρουσία μιας πολύ όμορφης Δράκαινας, η οποία έκανε τον περίπατό της ανέμελη. Την πλησίασε, έπειτα αφού κοιτάχτηκαν καλά καλά, αυτός έκοψε ένα πανέμορφο τριαντάφυλλο με τα γαμψά του νύχια και της το πρόσφερε. Το μύρισαν μαζί και διαπίστωσαν ότι ανέδυε μια πολύ όμορφη μυρωδιά.
Τις βδομάδες που ακολούθησαν, ο Δράκος ένιωθε συνέχεια στα ρουθούνια του την ίδια μυρωδιά από το πανέμορφο αυτό τριαντάφυλλο. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά την όμορφη Δράκαινα που βρέθηκε στον δρόμο του. Πλέον δεν τον ενδιέφεραν ούτε τα αμύθητα πλούτη που είχε συγκεντρώσει στη σπηλιά του, ούτε το αν οι χωρικοί υπάκουαν τις εντολές του. Τα βράδια έβγαινε από την σπηλιά και πήγαινε μοναχικές βόλτες, έπειτα καθόνταν στις κορυφές των βουνών και σιγοτραγουδούσε ερωτικά τραγούδια. Οι χωρικοί άρχισαν να παραξενεύονται, αφού τον επισκέπτονταν στην σπηλιά του για την απόδοση φόρου αλλά δεν βρίσκονταν εκεί ποτέ. Ώσπου ένας από αυτούς έδωσε την απάντηση στο ερώτημα: ο άλλοτε μοχθηρός και κακός Δράκος είχε ερωτευτεί!
Τα βράδια λοιπόν, αυτός ο κακός, ο μοχθηρός Δράκος έφευγε από την σπηλιά του και συναντιόνταν στα κρυφά με την όμορφη Δράκαινα, με την οποία χόρευαν και τραγουδούσαν ως το πρωί. Της αγόραζε πολλά λουλούδια και όμορφα δώρα και την πήγαινε βόλτες στα γειτονικά βουνά. Τόσο είχε μάλιστα «μαλακώσει» ο Δράκος αυτός, που ξέχασε όλη την προηγούμενη μοχθηρία του. Περνούσε ώρες ατελείωτες για να ετοιμαστεί για την καλή του και άλλες τόσες μαζί της, που πλέον η φλόγα του είχε ατονίσει και τα δόντια του σταμάτησαν να είναι κοφτερά. Οι κάτοικοι συνέχισαν για κάποιο διάστημα να του φέρνουν τον φόρο χρυσών νομισμάτων, ωστόσο τον έβρισκαν μόνιμα ξαπλωμένο ανάσκελα να κοιτιέται στον καθρέφτη και να αρωματίζεται για την καλή του.
Ώσπου μια μέρα οι κάτοικοι το πήραν απόφαση να σταματήσουν να του προσφέρουν τον μηνιαίο φόρο με χρυσά φλουριά. Μέρες ολόκληρες αργότερα, και αφού ο Δράκος παρατήρησε ότι είχε καιρό να φανεί άνθρωπος στην σπηλιά του, θυμήθηκε ότι οι χωρικοί είχαν αμελήσει την υποχρέωσή τους.
Έτσι πήγε μέχρι το χωριό τους, με σκοπό να το φλογίσει για να τους τιμωρήσει. Οι χωρικοί που τον είδαν στην αρχή τρόμαξαν και έκαναν να κρυφτούν, αλλά σύντομα άρχισαν να γελούν με το θέαμα: ο δράκος σχεδόν είχε ξεχάσει να πετάει, από το στόμα του δεν έβγαιναν φλόγες αλλά... καπνοί, και τα νύχια του πλέον δεν μπορούσαν να κόψουν ούτε λουλούδι. Τον σημάδεψαν με βέλη και δίχτυα, έπειτα τον σώριασαν στο έδαφος και απαίτησαν από αυτόν να τους επιστρέψει όλα όσα με την τρομοκρατία του τους είχε πάρει ανά τα χρόνια.
Αυτός ταπεινωμένος γύρισε στην σπηλιά του, όπου τους έδωσε ό,τι τους είχε πάρει. Και έτσι, οι χωρικοί έζησαν καλά και απαλλάχθηκαν από ένα μεγάλο κακό. Και ο Δράκος... τόσο ερωτευμένος που ήταν, λίγο τον ένοιαξε τελικά αν οι χωρικοί πήραν πίσω τα φλουριά τους!