Μια λάμπα δωματίου κάποτε αγαπούσε πολύ το διάβασμα. "Μου αρέσει πολύ να ταξιδεύω με την φαντασία μου", έλεγε και ξανάλεγε. Στην βιβλιοθήκη της είχε πάρα πολλά από αυτά, καινούρια μα και παλιά, με όμορφες εικόνες ή και χωρίς. Όσα βιβλία όμως κι αν είχε, αυτή δεν χόρταινε να τα διαβάζει με τις ώρες και να αγοράζει καινούρια, και έτσι η βιβλιοθήκη της όλο και περισσότερο μεγάλωνε.
Έτσι μια μέρα, αφού είδε πως δεν της έφτανε η μέρα για τα τελειώσει, αποφάσισε να διαβάζει και τις νύχτες. "Πόσο στοίχημα δεν θα καταφέρεις να μείνεις ξύπνια", της είπε ένα κερί που συνήθιζε να φέγγει τα βράδια μέχρι αργά. Αυτή πάλι, θεώρησε πως το κερί τα έλεγε όλα αυτά από ζήλια, γιατί το φως που έβγαζε ήταν πολύ χαμηλό και μετά βίας μπορούσε κανείς να διαβάσει με αυτό. "Δεν ξέρεις εσύ από διάβασμα", του είπε κοφτά.
Εκείνο το βράδυ περίμενε μέχρι οι υπόλοιπες ηλεκτρικές συσκευές στο σπίτι να σβήσουν και να πέσουν για ύπνο. Έπειτα έφεξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, και πήρε να διαβάσει το καινούριο λογοτεχνικό βιβλίο το οποίο είχε αγοράσει πριν από μερικές ημέρες: "Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από την θάλασσα", έγραφε το εξώφυλλο του βιβλίου, το οποίο είχε ζωγραφισμένο ένα γιγαντιαίο υποβρύχιο σαν φάλαινα. "Μου αρέσουν πολύ τα μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν", είπε αυτή και στη συνέχεια φόρεσε τα γυαλιά της και άρχισε το διάβασμα.
Καθώς γυρνούσε μια μια τις σελίδες, και με το φως της να της κρατάει συντροφιά, μπήκε τόσο βαθιά μέσα στην πλοκή του βιβλίου που γυρνούσε τις σελίδες χωρίς σταματημό. "Ας ξενυχτήσω σήμερα", σκέφτηκε μόλις είδε ότι το ρολόι στον απέναντι τοίχο έδειχνε πλέον έντεκα, και συνέχισε να διαβάζει με αμείωτο ενδιαφέρον και μεγάλη αγωνία για το τι θα γινόταν στην συνέχεια. Το κερί όμως της είπε: "Αφού δεν θα το τελειώσεις που δεν θα το τελειώσεις, δεν σβήνεις τα φώτα να κοιμηθούμε;". Αυτή όμως δεν σταμάτησε να διαβάζει ούτε και όταν το ρολόι έδειχνε δώδεκα.
Ώσπου κάποια στιγμή χασμουρήθηκε δυνατά. "Τι θα γίνει, θα αφήσεις επιτέλους το βιβλίο να κοιμηθούμε;", της είπε το κερί που βρισκόταν στο διπλανό τραπεζάκι, και το οποίο ξύπνησε από το δυνατό χασμουρητό.
"Δεν πρόκειται να αφήσω το βιβλίο απ' τα χέρια μου αν δεν φέξει", του είπε πεισμωμένη η λάμπα. Έπειτα συνέχισε το διάβασμα. Το κερί γύρισε πλευρό και συνέχισε να κοιμάται, ώσπου κάποια στιγμή ξαναξύπνησε από το φως της λάμπας. Μόλις κοίταξε το ρολόι, είδε πως η ώρα είχε πάει δύο.
"Κλείσε επιτέλους το φως να κοιμηθούμε", της είπε για μια ακόμη φορά, αυτή τη φορά με αυστηρό τόνο. "Όχι αν δεν τελειώσω το βιβλίο μου!", του είπε αυτή. Έπειτα πάλι το κερί ξαναέπεσε για ύπνο, αλλά πάλι μετά από μια ώρα ξαναξύπνησε από το φως.
"Διαβάζεις και αύριο!", της είπε αυτό θυμωμένο για τελευταία φορά, με το ρολόι να δείχνει τρεις. Αυτή πάλι του απάντησε: "Ένα κεφάλαιο μου έμεινε ακόμα και το τελειώνω!", και συνέχιζε να διαβάζει.
Την επόμενη μέρα που το κερί ξύπνησε, παρατήρησε πως η λάμπα είχε αφήσει το βιβλίο μισάνοιχτο στο τελευταίο κεφάλαιο, και κοιμόταν του καλού καιρού. Μόλις ξύπνησε, την ρώτησε αν τελικά κατάφερε να τελειώσει το βιβλίο.
Αυτή του απάντησε: "Όχι, αλλά είδα το τέλος του βιβλίου στον ύπνο μου!". Έπειτα με μεγάλο ενθουσιασμό διάβασε και το τελευταίο κεφάλαιο, και αφού τελείωσε το βιβλίο, το τοποθέτησε στην βιβλιοθήκη με ένα πλατύ χαμόγελο ευχαρίστησης.