Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας χρυσοχόος σε ένα χωριό γεμάτο ανθρώπους άπληστους, αχόρταγους και πονηρούς. Απ' όλους αυτούς είχε μόνο έναν φίλο τον οποίο συμπαθούσε, και αυτός ήταν ένας βοσκός, ο οποίος φυλούσε το κοπάδι ενός κτηνοτρόφου στο χωριό. Κάθε βράδυ ο χρυσοχόος πήγαινε στο σπίτι του βοσκού και τον φώναζε να πάνε βόλτα.
Στον βοσκό όμως δεν άρεσε να περπατάει μέσα στη νύχτα, γιατί, όπως έλεγε, φιλούσε τα πρόβατα όλη μέρα, και τα βράδια ήθελε να ξεκουράζεται. Αλλά ο χρυσοχόος γινόταν πιεστικός, και έτσι συχνά πήγαινε παρά την θέλησή του. Κάποια στιγμή ενοχλήθηκε τόσο πολύ που σκέφτηκε να τσακωθεί μαζί του μια και καλή, ώστε να μην τον ξαναπιέσει. Ρώτησε την συμβουλή ενός άλλου βοσκού, ο οποίος του είπε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να μπεί μέσα στο εργαστήρι του χρυσοχόου και να κλέψει, ώστε αυτός μετά να τον θεωρεί εχθρό. Αυτός, έτσι χαζός που ήταν και μιας και στο χωριό αυτό δεν υπήρχαν νόμοι οι οποίοι σίγουρα θα τιμωρούσαν τέτοια κλεψιά, μπήκε ένα βράδυ στο εργαστήρι του χρυσοχόου και του έκλεψε όλα τα χρυσά κοσμήματα. Τα έβαλε μάλιστα σε σακούλες, τα φόρτωσε στον ώμο, και τα έκρυψε καλά στη στάνη με τα πρόβατα.
Όταν ο χρυσοχόος ανακάλυψε τι είχε συμβεί, δεν είπε τίποτα. Πήγε και αγόρασε ένα πρόβατο, το οποίο την νύχτα πήγε και το έδεσε έναν πάσαλο στο μέσο της πλατείας του χωριού. Έπειτα κρύφτηκε και περίμενε, ώσπου ένας ξένος που βρέθηκε εκεί κοντά πήγε να το κλέψει. Τότε αυτός βγήκε από την κρυψώνα του, και ο ξένος, που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί, ντράπηκε πολύ που τον έπιασε στα πράσα.
Μετά από πολύ φασαρία, ο ξένος συμφώνησε να του δώσει χίλια χρυσά νομίσματα, ώστε αυτός να μην πει τίποτα, με αντάλλαγμα να του δώσει το πρόβατο. Και τότε ο χρυσοχόος γύρισε πίσω στο εργαστήρι του, ικανοποιημένος που είχε πάρει πίσω σε χρήματα την αξία χρυσού που είχε χάσει, και πολύ παραπάνω.
Αλλά λίγες μέρες αργότερα κυκλοφόρησε η φήμη πως είχε ξαφνικά βρεθεί με πολλά χρυσά νομίσματα στα χέρια του. Τότε τον ρώτησαν όλοι που βρήκε τα λεφτά, και αυτός είπε: "Έδεσα ένα πρόβατο σε έναν πάσαλο στην πλατεία του χωριού, και ο πρώτος ξένος που βρέθηκε μου προσέφερε χίλια χρυσά νομίσματα για να το πάρει."
Τότε οι χωρικοί πήραν τα πρόβατά τους, και τα πήγαν στην πλατεία του χωριού. Εκεί άρχισαν να τσακώνονται για το ποιος θα πρωτοδέσει τα πρόβατά του στον πάσαλο. Αφού έγινε φασαρία μεγάλη, κάποιος σκέφτηκε να φέρει και δεύτερο πάσαλο ώστε να δέσει το πρόβατό του. Έπειτα ήρθε και τρίτος πάσαλος, και τέταρτος, ώσπου όλη η πλατεία γέμισε πρόβατα δεμένα σε πασάλους.
Όταν άρχισαν να περνούν ξένοι από την πλατεία, αντί να προσφερθούν να αγοράσουν τα πρόβατα, ξέσπασαν σε γέλια. Οι χωρικοί όχι μόνο δεν κατάφεραν να πουλήσουν κάποιο πρόβατο ακριβά, αλλά άρχισαν να χάνουν και τα πρόβατά τους μέσα στον χαμό που είχε δημιουργηθεί. Τότε σκέφτηκαν πως ο χρυσοχόος τους είχε ξεγελάσει, και του έριξαν το φταίξιμο. Και έτσι πήγαν στο εργαστήρι του, τον έπιασαν χειροπόδαρα, και χωρίς καν να ακούσουν τι είχε να τους πει τον πέταξαν στο κοντινό ποτάμι.
"Τώρα θα πάρει το μάθημά του για να μας κοροϊδεύει έτσι", είπαν. "Γιατί δεν ξέρει να κολυμπάει, και έτσι δεν θα τον ξαναδούμε ποτέ."
Είναι μια αλήθεια πως ο χρυσοχόος δεν μπορούσε να κολυμπήσει, αλλά καθώς τον πέταξαν στο βαθύ ποτάμι, αυτός βρήκε ένα μεγάλο ξύλο που επέπλεε και πιάστηκε. Πιασμένος από αυτό κατάφερε να βρεθεί στην όχθη, λίγο πιο κάτω, απ' όπου ξεκίνησε για να πάει στο σπίτι του. Αλλά καθ' οδόν συνάντησε μια παχιά αγελάδα, και αμέσως την καβάλησε για να τον πάει σπίτι. Όταν τον είδαν οι χωρικοί, τον ρώτησαν:
"Πως γύρισες πίσω, και που βρήκες την αγελάδα;"
"Δεν ξέρετε τι περιπέτειες είχα! Γιατί, εκεί που με πετάξατε στο ποτάμι, κολύμπησα στον βυθό, και από εκεί μέσα από ένα πέρασμα βγήκα σε ένα ξέφωτο όπου βρήκα δέντρα, και λιβάδια και παχιές αγελάδες, και λογής λογής πρόβατα που αν τα πουλήσει κανείς θα πάρει χίλια νομίσματα τουλάχιστον για το καθένα. Αλλά για να φτάσει κανείς εκεί, πρέπει να δέσει πέτρες στα πόδια του ώστε να πάει γρήγορα στον πάτο του βυθού."
Τότε οι άπληστοι χωρικοί σκέφτηκαν να κάνουν το ίδιο, και έτσι έδεσαν πέτρες στα πόδια τους και πήδηξαν μέσα στο ποτάμι, με αποτέλεσμα να φτάσουν στον βυθό. Και από αυτούς δεν βρέθηκε ούτε ένας να γυρίσει πίσω στο χωριό.
Ο πονηρός χρυσοχόος πήγε πίσω στο εργαστήρι του, και με το χωριό άδειο έζησε μόνος του να απολαμβάνει τα χίλια φλουριά που είχε αποκτήσει πουλώντας το πρόβατο. Αλλά ήταν άραγε ευτυχισμένος; Η αλήθεια είναι πως όχι. Τα ψέμματα δεν έκαναν ποτέ κανέναν ευτυχισμένο. Τώρα όμως που είχε απαλλαγεί από τους άπληστους συγχωριανούς, μπορούσε τουλάχιστον να απολαύσει την ηρεμία του.