Μια φορά και έναν καιρό ζούσε μια αγρότισσα, η οποία πήγαινε συχνά στο δάσος για να μαζέψει ξύλα για το τζάκι. Μια μέρα, ανάμεσα στα κλωνάρια βρήκε ένα μεγάλο χρυσό φλουρί, το οποίο πήρε μαζί της. Και φυσικά δεν είπε τίποτα σε κανέναν, αφού πάντα προσποιούνταν πως ήταν πολύ φτωχή.
Παρ'όλη τη φτώχεια της, δυο απ' τα παιδιά της τα έντυνε με όμορφα ρούχα, και τα άλλα δυο, τα οποία δεν ήταν πραγματικά της παιδιά αλλά τα είχε υιοθετήσει, τα έντυνε με τα πιο βρωμερά κουρέλια.
Μια μέρα ένας άντρας της χτύπησε την πόρτα, και ζήτησε να δει τα παιδιά. Αυτή του έφερε τα υιοθετημένα παιδιά, για να του δείξει πόσο φτωχή ήταν, και κράτησε τα δικά της κρυμμένα στο πατάρι. "Είμαστε πάρα πολύ φτωχοί", του είπε.
Ο ξένος της άφησε λοιπόν δυο χρυσά φλουριά για να τα ντύσει. Αυτή πήρε τα λεφτά και πήγε στο πατάρι να ελευθερώσει τα παιδιά της, όμως μόλις επέστρεψε στο σαλόνι τα άλλα δυο είχαν εξαφανιστεί και δεν ξαναεμφανίστηκαν ποτέ, αφού μεταμορφώθηκαν σε νεράιδες.