Ένας ψαράς πατέρας κάποτε είχε τρεις γιους. Περνούσε πολλές ώρες στη θάλασσα βγάζοντας ψάρια για να τους ταϊσει, και προσπαθούσε με τα λιγοστά λεφτά που του έμεναν πουλώντας ό,τι έμενε να τους σπουδάσει, αφού κανένας από αυτούς δεν ήθελε να ακολουθήσει το επάγγελμά του. Έτσι τον πρώτο του γιο τον σπούδασε παπά, τον δεύτερο γιατρό, και τον τρίτο δικηγόρο.
Πολλά χρόνια αργότερα, αφού οι τρεις γιοι μεγάλωσαν και σπούδασαν, ο πατέρας τους βρέθηκε βαριά άρρωστος. Στο πλάι στο κρεβάτι του βρέθηκε ο πρώτος γιος του, ο παπάς. Τότε εμφανίστηκε μπροστά του ο Χάρος για να πάρει τον πατέρα. Ο παπάς έσκυψε στο προσκεφάλι του πατέρα του και άρχισε να προσεύχεται να τον λυπηθεί ο Θεός. Τότε ο Χάρος, αφού τους κοίταξε καλά καλά, τους είπε: "εντάξει λοιπόν, θα ξαναρθώ σε δυο χρόνια."
Πέρασαν τα δυο χρόνια και ο πατέρας βρέθηκε για ακόμη μια φορά στο κρεβάτι με ίωση. Αυτή τη φορά στο πλάι του βρέθηκε ο γιατρός γιος. Μόλις ο Χάρος εμφανίστηκε, ο γιατρός του είπε: "Δεν θα πάρεις τον πατέρα μου, γιατί τα φάρμακά μου είναι πιο ισχυρά από τα μικρόβια".
Ο Χάρος παραμόνευε πάνω από το κρεβάτι του πατέρα, περιμένοντας ότι αυτός θα ξεψυχούσε. Όταν όμως η αντιβίωση του γιατρού αποδείχθηκε ισχυρότερη, ο Χάρος είπε: "θα τα ξαναπούμε σε τρια χρόνια, αλλά αυτή η φορά θα είναι η τελευταία".
Πέρασαν τα τρια χρόνια, και τον ψαρά πατέρα επισκέφτηκε ο δικηγόρος γιος, ο οποίος κρατούσε τρια μεγάλα ψάρια τα οποία μόλις είχε ψαρέψει. Ο πατέρας όμως, είχε πέσει βαριά άρρωστος στο κρεβάτι του και ψυχορραγούσε. Ο γιος έτρεξε στο δωμάτιο να τον βρει. Όταν έκανε προς την πόρτα για να φέρει τα ψάρια, εμφανίστηκε πάλι ο Χάρος, ο οποίος χάρηκε, γιατί θεώρησε πως αυτή τη φορά θα έπαιρνε τον πατέρα εύκολα μαζί του στον κάτω κόσμο. Ο δικηγόρος όμως του είπε: "Είναι η τελευταία μου επιθυμία να δείξω στον ψαρά πατέρα μου που με σπούδασε τι ωραία ψάρια έπιασα σήμερα. Θα ήθελα λοιπόν πρώτα να πάρεις μαζί σου τα ψάρια στον κάτω κόσμο και μετά τον πατέρα μου".
Ο Χάρος σάστισε αλλά συμφώνησε, εφόσον τα ψάρια βαριανάσαιναν και σύντομα θα ξεψυχούσαν, οπότε θα μπορούσε να περιμένει μερικές ώρες και να έχει αυτό που θέλει. Ο δικηγόρος του ζήτησε να δώσουν τα χέρια ώστε να τιμήσουν τη συμφωνία τους. Αφού τα έδωσαν, ο δικηγόρος πήρε τα ψάρια και τα πέταξε στην θάλασσα. Και έτσι σώθηκε ο πατέρας και την τρίτη φορά και ο Χάρος έφυγε νευριασμένος που ο δικηγόρος κατάφερε να τον ξεγελάσει.