Τα πάρα πολύ παλιά χρόνια, όταν στην Γη ακόμα κατοικούσαν γίγαντες, ένας από αυτούς με την γυναίκα του θέλησε να περάσει από την Ελλάδα στην Ασία.
Επειδή όμως δεν ήξερε τον δρόμο, πήρε ένα πελώριο ραβδί, και η γυναίκα του μάζεψε πολλές πέτρες μέσα στην τεράστια ποδιά της, αρκετές εκ των οποίων ήταν μεγάλες σαν βουνά, τις οποίες θα έριχνε για να σημαδεύει την πορεία τους. Άρχισαν λοιπόν να περπατούν, και μόλις έφτασαν στην ακροθαλασσιά, συνάντησαν έναν άνθρωπο με φθαρμένα παπούτσια. Τον ρώτησαν πόσο μακριά βρισκόντουσαν από τα παράλια της Ασίας με τα πόδια.
"Τόσο μακριά που τα παπούτσια μου διαλύθηκαν από το πολύ περπάτημα", τους είπε αυτός, δείχνοντάς τους το πέλαγος. Μόλις ο γίγαντας το άκουσε στέριωσε το ραβδί του ώστε να ακουμπάει από την μια άκρη στην Ελλάδα και από την άλλη στην Μικρά Ασία.
Έπειτα κι αυτός και η γυναίκα του έκαναν να το περπατήσουν για να περάσουν την θάλασσα. Στην μέση όμως της διαδρομής το ραβδί έπεσαν και οι δυο μέσα στο Αιγαίο, από το οποίο σηκώθηκαν πελώρια κύμματα που ξέπλυναν τις ακτές και απ' τις δυο μεριές της θάλασσας.
Οι πέτρες πάλι που είχε μαζέψει η γυναίκα του γίγαντα στην ποδιά της στέριωσαν για πάντα εκεί. Πρόκειται για τα χιλιάδες νησάκια και τις μικρές βραχονησίδες του Αιγαίου, που μένουν εκεί για να θυμίζουν το πάθημα του γίγαντα.