Μια τεντούρα κάποτε με καταγωγή από την Πάτρα χρειάστηκε να φύγει στο Ντύσσελντορφ για να βρει δουλειά. "Μπορώ και χωρίς τις βόλτες μου στην Αγίου Νικολάου", έλεγε τις πρώτες μέρες μόλις πάτησε το πόδι της στην Γερμανία. Έπειτα οι μέρες κυλούσαν, και οι μέρες έγιναν βδομάδες και μήνες, και αυτή ένιωθε πως τα κατάφερνε καλά μακριά από το σπίτι της.
Όμως κάποια στιγμή ήρθε ο καιρός για το καρναβάλι, και την έπιασε μεγάλη νοσταλγία: άρχισε να αναπολεί όλα τα καρναβάλια στα οποία είχε πάρει μέρος, μαζί και όλες τις όμορφες στιγμές που είχε ξεφαντώσει μαζί με τις φίλες της στις παρελάσεις. Τόσο μάλιστα ένιωθε να της λείπει η πατρίδα της που βρήκε ένα μεγάλο άλμπουμ με φωτογραφίες από τα χρόνια που είχαν περάσει και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Μέσα σε αυτές είδε όλες τις φανταχτερές στολές που είχε φορέσει όλα αυτά τα χρόνια, και κοιτάζοντάς τες άφησε έναν μεγάλο αναστεναγμό.
"Τι ωραία που θα ήταν να ήμουνα τώρα στην Πάτρα!", σκέφτηκε. Έπειτα πάλι όμως την έπιασε μεγάλη στενοχώρια αφού βρισκόταν μακριά. "Ίσως αν ψάξω για αεροπλάνο το προλάβω...", αναφώνησε με ενθουσιασμό, και άρχισε να ψάχνει στον υπολογιστή της για αεροπορικά εισιτήρια. Μετά από λίγο όμως απογοητεύτηκε πολύ, αφού όλα τα εισιτήρια για το τριήμερο του Καρναβαλιού ήταν κλεισμένα.
Έπειτα πάλι της μπήκε περιέργεια αν είχε μείνει κάποια θέση άδεια στο τρένο. "Αν ταξιδέψω μέρα-νύχτα, ίσως το προλάβω μέχρι την Παρασκευή...!", σκέφτηκε, και έκλεισε ένα εισιτήριο με το αμέσως επόμενο δρομολόγιο. Μάζεψε όπως-όπως τα πράγματά της σε μια μεγάλη βαλίτσα, και έτρεξε μέχρι το σταθμό. Μάταια όμως, αφού με το που πάτησε το πόδι της στις αποβάθρες είδε το τρένο να φεύγει. Δίχως άλλο, γύρισε σπίτι.
Απογοητευμένη έκλεισε την πόρτα πίσω της και πέταξε την βαλίτσα στο κρεβάτι. "Δεν έχει νόημα...", σιγομουρμούρισε και ξεφύσηξε από καημό. Δεν πρόλαβε να σηκώσει το βλέμμα της και είδε έξω από το παράθυρό της να περνάει ένα τσούρμο από καρναβαλιστές.
"Έχει γούστο...!", είπε και βγήκε άρον - άρον από το σπίτι. Ενθουσιασμένη άρχισε να τρέχει και να ξεφαντώνει μαζί με τους καρναβαλιστές, σαν να ήταν στην Πάτρα. Πιο πίσω είδε μεγάλα άρματα, ακριβώς σαν αυτά που έβλεπε τόσα χρόνια στις παρελάσεις, καθώς και πλήθος κόσμου με στολές. Με τα πολλά ξέχασε τον καημό της.
"Συγγνώμη κυρία, από Πάτρα είστε;", την ρώτησε ένα λουκούμι που βρέθηκε να ξεφαντώνει ακριβώς δίπλα της.
"Ναι, εσείς;", του απάντησε αυτή παραξενεμένη.
"Όχι αλλά σπούδασα εκεί και μου λείπει το καρναβάλι πολύ!", της απάντησε αυτό. Από εκείνη την ώρα οι δυο τους έγιναν φίλοι αχώριστοι, και ξεφάντωσαν στο καρναβάλι του Ντύσσελντορφ περισσότερο από τον οποιοδήποτε άλλο.