Ένα πλαστικό ρόπαλο κάποτε σε ένα μαγαζί με καρναβαλικά έψαχνε να βρει άλλα αντικείμενα με τα οποία να φτιάξουν μια κανονική στολή. "Εμένα κανένας δεν με χρησιμοποιεί σε κοστούμι", έλεγε παραπονεμένο, "παρά μόνο για να κάνουν το κέφι τους!". Έτσι λοιπόν, άρχισε να ψάχνει ιδέες και να ρωτάει τις απόψεις των άλλων αντικειμένων στο ράφι.
Πρώτα κοίταξε στο ίδιο ράφι, στο οποίο κατοικούσαν άλλα παρόμοια πλαστικά ρόπαλα, πράσινα, κόκκινα, κίτρινα και μπλε, καθώς και λογής λογής σφυρίχτρες, κόρνες, και βουβουζέλες. "Δεν βλέπω να κάνω χωριό με αυτούς...", σκέφτηκε, και έτσι άρχισε να περιεργάζεται τα άλλα ράφια, στα οποία όμως πάλι βρισκόταν καρναβαλικά είδη που δεν ταίριαζαν σε καμία στολή.
"Ίσως ταίριαζες σε στολή παίκτη του μπέηζμπωλ", του είπε ένα σακουλάκι κομφετί που βρισκόταν στο διπλανό ράφι. Το ρόπαλο το σκέφτηκε καλά καλά, και βρήκε την ιδέα αυτή εξαιρετική. Έτσι λοιπόν, άρχισε να ψάχνει μέσα στο μαγαζί για να βρει μπάλα, κράνος, καθώς και γάντια, κατάλληλα για μια τέτοια στολή. Όταν όμως τα βρήκε, αυτά σκέφτηκαν να το βάλουν σε δοκιμασία: του πέταξαν το μπαλάκι του μπέζμπωλ, και του ζήτησαν να το αποκρούσει. Το ρόπαλο όμως, το οποίο ήταν από ελαφρύ πλαστικό, τα έκανε θάλασσα. Τα γάντια τότε του είπαν: "δεν κάνεις για ρόπαλο του μπέηζμπωλ γιατί δεν έχεις αρκετή δύναμη".
Αυτό τότε στενοχωρήθηκε πολύ, αφού κατάλαβε πως θα δυσκολευόταν πολύ να βρει κατάλληλη στολή. Λίγο πιο κάτω όμως, το μάτι του πήρε μια στολή ιππότη, απ' την οποία έλειπε το σπαθί. "Ίσως θα θέλατε να δοκιμάσετε ένα ρόπαλο στην θέση του;", ρώτησε την πανοπλία, το κράνος και την ασπίδα. Αυτά το κοίταξαν καλά καλά και του απάντησαν ορθά - κοφτά: "Πολύ θα θέλαμε να συνεργαστούμε μαζί σου, αλλά εμείς είμαστε από πλαστικό σκληρό σαν ατσάλι, ενώ εσύ από μαλακό σαν το μπαμπάκι". Το ρόπαλο απογοητεύτηκε πολύ που δεν του έδιναν καν την ευκαιρία που ζητούσε.
Απογοητευμένο αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην θέση του στο ράφι, πλάι στα άλλα πλαστικά ρόπαλα, τις κόρνες, τις σφυρίχτρες και τις βουβουζέλες. Στον δρόμο κοιτούσε με μεγάλη στενοχώρια τις πολύχρωμες στολές, πολλές απ' τις οποίες έμοιαζαν βγαλμένες από άλλη εποχή. "Κανένας δεν με θέλει στην στολή του", είπε με δάκρυα στα μάτια, "γιατί το πλαστικό από το οποίο είμαι φτιαγμένο είναι ελαφρύ και μαλακό".
Δεν πρόλαβε να καθίσει στην θέση του στο ράφι, και εμφανίστηκε ένα παιδί ντυμένο "Ηρακλής", με την περίφημη λεοντή για καπέλο. "Ένας Ηρακλής δυνατός σαν εμένα χρειάζεται ένα εξίσου δυνατό ρόπαλο", είπε, και το άρπαξε από το ράφι. Από εκείνη την μέρα μέχρι το τέλος του καρναβαλιού, οι δυο τους έγιναν αχώριστοι και κατέπληξαν τους πάντες. Έπειτα ανανέωσαν το ραντεβού τους, όχι μόνο για το επόμενο καρναβάλι αλλά και για όλα τα επόμενα καρναβάλια, μέχρι που το παιδί μεγάλωσε και δεν του έκανε πια η στολή.
Από τότε έχει το ρόπαλο στην ντουλάπα του, για να του θυμίζει τα όμορφα καρναβάλια που πέρασαν μαζί.