MΙΑ ΤΣΙΛΙ ΠΙΠΕΡΙΑ κάποτε σε ένα μανάβικο είχε όνειρο να γίνει πυροσβέστης. Φανταζόταν με κάθε λεπτομέρεια τον εαυτό της να πολεμάει ενάντια σε πελώριες φωτιές, φορώντας την χαρακτηριστική κόκκινη στολή και το κράνος και κρατώντας στο χέρι μια μάνικα. «Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω πυροσβέστης», έλεγε κάθε φορά που την ρωτούσαν τα άλλα φρούτα και λαχανικά στον πάγκο.
Αυτά πάλι γελούσαν μαζί της, αφού οι τσίλι πιπεριές φημίζονται για το πόσο καυτερές είναι. Κάθε φορά δε που κάποιος την φιλούσε στα μάγουλα ή την αγκάλιαζε, μετά από λίγα δευτερόλεπτα ένιωθε ένα μικρό κάψιμο. «Να προσέχουμε μην μας βάλεις φωτιά», της έλεγαν κοροϊδευτικά. Αυτή από τη μια στενοχωριόταν πολύ που δεν την έπαιρνε κανείς στα σοβαρά, από την άλλη ήξερε βαθιά μέσα της πως τα όνειρα πρέπει κανείς να τα κυνηγάει.
Έτσι λοιπόν μια μέρα, πήρε το θάρρος να παρουσιαστεί στην Πυροσβεστική. «Ως πολίτης αυτής της χώρας, θέλω να γίνω εθελοντής πυροσβέστης», είπε στον αξιωματικό που καθόταν στο γραφείο. Αυτός με ελαφρύ χαμόγελο την καλωσόρισε στο σώμα της πυροσβεστικής, και της εξήγησε πως για να τα καταφέρει θα έπρεπε να εκπαιδευτεί: από την μια να διαβάσει πολύ, και από την άλλη να κάνει μια σειρά ασκήσεων με επαγγελματίες πυροσβέστες για το πως σβήνεται μια πραγματική φωτιά. Στο τέλος θα έπρεπε να περάσει ειδικές εξετάσεις, μετά τις οποίες θα λάμβανε «πιστοποίηση εκπαίδευσης Εθελοντή Πυροσβέστη».
Τις μέρες που ακολούθησαν η τσίλι πιπεριά έμαθε όλα όσα θα έπρεπε να ξέρει ένας πυροσβέστης: τους κανόνες επικοινωνίας με τους άλλους πυροσβέστες, τους τύπους οχημάτων της πυροσβεστικής, πως να δίνει πρώτες βοήθειες και πως να προφυλάσσεται από την δυνατή φλόγα. Της έδωσαν μάλιστα και στολή, πυροσβεστήρα καθώς και έναν ασύρματο για να μπορεί να επικοινωνεί με την πυροσβεστική όποτε χρειαζόταν. Αυτή πάλι για να αποδείξει την αξία της διάβασε με το παραπάνω, ώστε την μέρα της τελικής εξέτασης να καταφέρει να γράψει καλύτερα απ’ όλους. Τόσο μάλιστα εντυπωσιάστηκαν οι εκπαιδευτές με την αφοσίωσή της, που όταν της έδωσαν το πιστοποιητικό ζήτησαν να της δοθεί και ένα μικρό βραβείο με τη μορφή ενός χρυσού πυροσβεστήρα.
Η τσίλι πιπεριά χάρηκε τόσο για την επιτυχία της, που θέλησε να το μοιραστεί με τα άλλα φρούτα και λαχανικά. Επιστρέφοντας όμως στο μανάβικο, την περίμενε ένα απρόσμενο θέαμα: τεράστιες φλόγες έβγαιναν από τα παράθυρα του κτιρίου, και ένα πυκνό σύννεφο καπνού είχε καλύψει τα πάντα. Τα φρούτα και τα λαχανικά έτρεχαν όπως όπως να σωθούν, και φώναζαν το ένα στο άλλο: «Φωτιά, φωτιά, τρέξτε να σωθείτε! Κάποιος να φωνάξει την πυροσβεστική!»
Αυτή δεν έχασε καθόλου χρόνο. Κατευθείαν πήρε τηλέφωνο στα κεντρικά της πυροσβεστικής με τον ασύρματο που της είχαν δώσει και ζήτησε βοήθεια. Έπειτα, αφού φόρεσε το κράνος και την στολή της, πήρε στο ένα χέρι έναν πυροσβεστήρα και στο άλλο έναν κουβά και όρμησε στις φλόγες. Τότε άκουσε τα άλλα φρούτα και λαχανικά να λένε: «Το κρεμμύδι έχει εγκλωβιστεί στο καφάσι του, πρέπει κάποιος να το σώσει!». Η πιπεριά όρμησε μέσα στο φλογισμένο κτίριο και έψαξε παντού, με γρήγορες αλλά προσεκτικές κινήσεις ώστε να μην φλογιστεί. Μετά από αρκετό ψάξιμο και με κόπο βρήκε το καημένο το κρεμμύδι, το οποίο είχε εγκλωβιστεί κάτω από ένα σωρό από ξύλα και το οποίο είχε καταϊδρώσει από την αγωνία του και την υψηλή θερμοκρασία. Χωρίς πολλά πολλά, και αφού απομάκρυνε τα ξύλα, βοήθησε το κρεμμύδι να σηκωθεί και οι δυο τους έτρεξαν έξω από το κτίριο.
Πάνω στην ώρα έφτασε ένα μεγάλο πυροσβεστικό όχημα, το οποίο ψέκασε το φλεγόμενο μανάβικο με νερό και αφρό. Αφού η φωτιά έσβησε, τα άλλα φρούτα και λαχανικά με πρώτο το κρεμμύδι ευχαρίστησαν την τσίλι πιπεριά για τον ηρωισμό της, και της ζήτησαν συγγνώμη που τόσο καιρό δεν την έπαιρναν στα σοβαρά. Οι πυροσβέστες πάλι, έκπληκτοι από την μαχητικότητα της, ζήτησαν από την υπηρεσία τους να δεχτούν την πιπεριά ως επαγγελματία πυροσβέστη.
Φήμες λένε πως χρόνια ολόκληρα αργότερα και αφού έδωσε πάρα πολλές μάχες με πελώριες φλόγες, χωρίς να χάσει ούτε μια, η τσίλι πιπεριά έγινε αρχηγός της πυροσβεστικής.