EΝΑ ΣΜΕΟΥΡΟ κάποτε αηδίαζε μόνο στην σκέψη ότι θα χρειαζόταν να πέσει μέσα στο γιαούρτι. Είχε ακούσει πάρα πολλά για την γεύση του, χωρίς το ίδιο να έχει δοκιμάσει ποτέ, αλλά μόνη η ιδέα θα χρειαζόταν να κολυμπήσει μέσα σε ένα γαλακτοκομικό προϊόν το έκανε να νιώθει πολύ άβολα. "Να δείτε εδώ που μπλέξαμε που στο τέλος θα πνιγούμε στα λιπαρά", έλεγε και ξανάλεγε στα άλλα σμέουρα και τους ξηρούς καρπούς στο δοχείο.
"Κι όμως είναι πολύ νόστιμο", του είπε μια σταφίδα που βρισκόταν στο διπλανό δοχείο. "Είναι πολύ δροσερό, ειδικά όταν βγαίνει από το ψυγείο, σχεδόν σαν να κάνεις μπάνιο στην θάλασσα το καλοκαίρι". Αυτό όμως δεν ήθελε ούτε να ακούει για γιαούρτι, και έτσι σκεφτόταν τρόπους να το αποφύγει.
Ώσπου μια μέρα με πολλή ζέστη, ο νοικοκύρης άνοιξε ένα μεγάλο κεσεδάκι γιαούρτι, και το άφησε δίπλα στο δοχείο με τα σμέουρα και τους ξηρούς καρπούς. Ένα - ένα τα σμέουρα άρχισαν να πέρνουν θέση για βουτιά, όμως το καλό μας σμέουρο άρχισε να σφυρίζει αδιάφορα για να τη γλιτώσει. "Εμείς λέμε να πέσουμε. Θα μείνεις μόνο σου, να το ξέρεις", του είπανε όλα μαζί με μια φωνή και με ένα σάλτο έπεσαν μέσα στο κεσεδάκι.
"Εντάξει, με καταφέρατε. Θα πέσω ίσα ίσα για να δοκιμάσω, αλλά καλού κακού ας πάρω ένα σωσίβιο μην τύχει και πνιγώ", τους είπε. Και έτσι, αφού έδεσε σφιχτά ένα σωσίβιο στη μέση του, έκανε κι αυτό διστακτικά ένα σάλτο και έπεσε μέσα.
Δεν πρόλαβε καλά καλά να αγγίζει την επιφάνεια και άρχισε πάλι να νιώθει άβολα. "Μα πως μπορούν;",αναρωτήθηκε, όμως δίπλα του τα άλλα σμέουρα με τις σταφίδες άρχισαν να κολυμπούν και να κάνουν βουτιές και παιχνίδια μέσα στο γιαούρτι. Αυτό πάλι, στριμωγμένο μέσα στο σωσίβιο δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου, παρά μόνο στεκόταν αηδιασμένο να κοιτάζει τα άλλα σμέουρα να το διασκεδάζουν.
Λίγα μόλις λεπτά μέσα στο γιαούρτι και άρχισε να νιώθει την δροσιά του. "Ίσως δεν έπρεπε να φέρω το σωσίβιο", σκέφτηκε και άρχισαν να του μπαίνουν σκέψεις να το πετάξει και να αρχίσει κι αυτό να κολυμπάει. Όμως μετά από λίγο πάλι το έπιασαν αμφιβολίες: "...άσε καλύτερα μην πνιγούμε στα λιπαρά!"
"Μην το σκέφτεσαι καθόλου, το γιαούρτι είναι τέλειο και πανάλαφρο", άρχισαν να του φωνάζουν τα άλλα σμέουρα και οι σταφίδες μόλις το είδαν να κοντοστέκεται. "Κι εγώ που το ξέρω;", τους ρώτησε πίσω αυτό.
"Δεν χάνεις τίποτα λοιπόν να δοκιμάσεις!", του απάντησαν αυτά. Αυτό τότε το σκέφτηκε καλά καλά, έπειτα έβγαλε ένα μικρό κουταλάκι που κουβαλούσε μαζί του, το έμπηξε στο γιαούρτι και δοκίμασε. Το δροσερό γιαούρτι, με όλα τα σμέουρα και τους ξηρούς καρπούς να κολυμπούν μέσα του, είχε γίνει πεντανόστιμο και δεν θύμιζε σε τίποτα την έντονη γεύση που έχουν τα γαλακτοκομικά. Τόσο του άρεσε του καλού μας σμέουρου που μετά από δυο-τρεις κουταλιές πέταξε το σωσίβιο και το κουτάλι και άρχισε να κάνει απλωτές μέσα στο κεσεδάκι.
Μόλις το είδαν τα άλλα σμέουρα και οι σταφίδες χάρηκαν πολύ που κατάφερε να νικήσει τον φόβο του. Έπειτα πήραν ένα τόπι και άρχισαν να παίζουν όλα μαζί βόλεϋ μέσα στο γιαούρτι, και πέταξαν το σωσίβιο έξω από το κεσεδάκι. Το σμέουρο πάλι τόσο χάρηκε με το παιχνίδι και το κολύμπι που ξέχασε ότι είχε φέρει σωσίβιο και δεν το αναζήτησε.