MΙΑ ΦΡΑΠΑ κάποτε σε ένα μανάβικο είχε μεγάλο παράπονο, αφού τα άλλα φρούτα και λαχανικά της τσιμπούσαν συνέχεια τα μάγουλα. "Με κοροϊδεύουν που είμαι χοντρούλα...", έλεγε και ξανάλεγε, στενοχωριόταν, και μονίμως έπιανε τα μάγουλα με το χέρι της για να προστατευτεί. Τα άλλα φρούτα και λαχανικά πάλι, την θεωρούσαν γλυκούλα παρ' όλο που ήταν στρουμπουλή.
"Εγώ φταίω, τρώω πολύ...", σκεφτόταν αυτή στενοχωρημένη. Ώσπου μια μέρα βρέθηκε στον δρόμο της η ζαρωμένη ελιά, η οποία χρησιμοποιούσε λογής λογής καλλυντικά για να δείχνει νεότερη, δίχως αποτέλεσμα. Μόλις την είδε, η καλή μας φράπα έπιασε κατευθείαν τα μάγουλά της, πιστεύοντας ότι και αυτή θα της τα τσιμπούσε. Η ελιά πάλι, αντ' αυτού γέμισε περιέργεια, και της είπε: "Εσύ πως τα καταφέρνεις να έχεις τόσο ωραία μάγουλα, και εγώ δίνω όλη μου την περιουσία σε κρέμες ομορφιάς χωρίς να το πετυχαίνω;"
"Ε να, τρώω λίγο παραπάνω... και όλοι με τσιμπάνε και με κοροϊδεύουν", της απάντησε αυτή και κοκκίνισε από ντροπή.
"Δικό τους το πρόβλημα λοιπόν που σε κοροϊδεύουν, και όχι δικό σου...", της απάντησε η σοφή ελιά, και με αυτά τα λόγια χάθηκε στο δάσος.
Και έτσι, αφού η καλή μας φράπα κράτησε τα λόγια της ελιάς, και αφού είδε πως όντως τα άλλα φρούτα και λαχανικά το είχαν παρακάνει, σκέφτηκε ένα τέχνασμα, ώστε από την μια να σταματήσουν να την πειράζουν, από την άλλη να καταλάβουν ότι την πονούσαν με τα τσιμπήματά τους: πήγε σε ένα φαρμακείο, και αγόρασε τσιρότα και χανζαπλάστ, και τα τοποθέτησε πάνω στα μάγουλά της, δήθεν ότι της τα είχαν ξεχειλώσει. Έπειτα βγήκε την βόλτα της στον κήπο έξω από το μανάβικο, ώστε να την δουν όλοι και να απορήσουν.
"Είσαι πολύ γλυκούλα", της είπε το πειραχτήρι κρεμμύδι, και έκανε να της πιάσει τα μάγουλα. Όμως τελευταία στιγμή που είδε τα τσιρότα, έκανε πίσω. "Μα τι έπαθες;", την ρώτησε.
"Μου ξεχειλώσατε τα μάγουλα... και πονάνε", του είπε αυτή τρεμάμενη.
"Ξεχειλώνουν τα μάγουλα;", απόρησαν τρομαγμένα ένα - ένα τα φρούτα και λαχανικά του μανάβικου και του κήπου, και άρχισαν να τραβάνε ο ένας τα μάγουλα του άλλου με όση περισσότερη δύναμη μπορούσαν για να δουν τι θα γίνει. Μέσα σε λίγα λεπτά ολόκληρος ο κήπος γέμισε φρούτα και λαχανικά που έπιαναν τα μάγουλά τους από τον πόνο και έψαχναν τσιρότα να τα καλύψουν. "Λοιπόν τι λέτε;", τους ρώτησε η φράπα.
Αυτά με μια δυνατή φωνή, της απάντησαν: "ξεχειλώνουν!" Έπειτα παραδέχθηκαν το λάθος τους και πήγαν όλοι μαζί στο φαρμακείο για να πάρουν τσιρότα. Από εκείνη τη μέρα, και αφού της ζήτησαν μια μεγάλη συγγνώμη, δεν της ξανατράβηξαν τα μάγουλα, ούτε και την ξαναπείραξαν για τα περιττά της κιλά.