ΜΙΑ ΜΑΣΚΑ ΥΠΝΟΥ κάποτε σε μια χειραποσκευή υπερηφανευόταν στα άλλα είδη ταξιδιού για το πόσο καλή ήταν στο να περπατάει στα σκοτάδια με κλειστά τα μάτια.
Μια νύχτα, εκεί που ετοιμάζονταν για νυχτερινό ταξίδι με το αεροπλάνο, έτυχε να πέσει το ρεύμα στο αεροδρόμιο και να σβήσουν τα φώτα, ακριβώς την ώρα που ετοιμάζονταν να περάσουν τον έλεγχο αποσκευών. Τα είδη ταξιδιού τρόμαξαν.
“Ευκαιρία να μάθετε και σεις να περπατάτε χωρίς να βλέπετε μπροστά σας”, είπε η μάσκα και γέλασε.
“Οδήγησέ μας εσύ στην πύλη αναχώρησης τότε”, την προκάλεσαν αυτά πίσω. Αυτή δέχθηκε την πρόκληση, ανήσυχη μήπως δεν τα κατάφερνε, αφού το αεροδρόμιο είχε πολλούς και μεγάλους διαδρόμους στους οποίους θα μπορούσαν να χαθούν. Ζήτησε να της δώσουν φακό κι αυτά δέχθηκαν.
Τόσο καιρό όμως που τάχα περπατούσε στα σκοτεινά, δεν είχε μάθει στα αλήθεια να προσέχει που πατάει, κι έτσι, δεν πρόσεξε ούτε μια επιγραφή από αυτές που έδειχναν το δρόμο προς την πύλη αναχώρησης, παρά μόνο έφεγγε μπροστά για να μην παραπατήσει. Όπως ήταν φυσικό, χάθηκαν.
Περπάτησαν, περπάτησαν, ώσπου με τα πολλά άρχισαν να υποψιάζονται πως έκαναν κύκλους. “Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελάει”, της είπαν κοροΪδευτικά όταν τη ρώτησαν που τους πήγαινε, κι αυτή ντράπηκε πολύ, αφού απάντηση δεν είχε. Με τα πολλά, τους έδωσε το φακό και τους ζήτησε να την οδηγήσουν αυτά στην πύλη.
Τότε για καλή τους τύχη τα φώτα επανήλθαν και δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν άλλο το φακό για να βρουν το δρόμο τους. Έτσι βρήκαν την πύλη, μπήκαν στο αεροπλάνο και έφυγαν.
Όσο για την καλή μας μάσκα; Από τότε πήρε το μάθημά της και δεν ξανάκανε την έξυπνη, ούτε και ξαναπερπάτησε στα σκοτάδια.