ΕΝΑ ΚΑΒΑΛΕΤΟ κάποτε σε ένα σπίτι αγαπούσε πολύ την τέχνη. Ήξερε απ' έξω όλα τα μεγάλα έργα των σπουδαίων καλλιτεχνών, όπως τη Μόνα Λίζα του Ντα Βίντσι και την Γκουέρνικα του Πικάσσο, και μπορούσε μάλιστα να αναλύει την υφή των χρωμάτων στον καμβά και να ξεχωρίζει σε ποιό καλλιτεχνικό ρεύμα ανήκε ο κάθε πίνακας. "Κάποια μέρα θέλω να γίνω ιστορικός τέχνης", έλεγε στα άλλα αντικείμενα στο σπίτι, κάθε φορά που το ρωτούσαν.
Όμως, όσο κι αν αγαπούσε την ζωγραφική, δεν είχε μπει ποτέ του στη διαδικασία να ζωγραφίσει κάτι δικό του. Ώσπου μια μέρα, έπεσε στην προσοχή του ένας πίνακας αφηρημένης τέχνης. Θαύμασε πολύ το πως τα χρώματα ανακατεύονταν μεταξύ τους για να δημιουργήσουν περίεργα σχήματα, τόσο που αναφώνησε: "Τόσο απλό και όμως είναι σαν όνειρο!". Έπειτα πάλι όμως γέμισε ζήλια, και σκέφτηκε: "Ίσως μπορώ και εγώ να κάνω κάτι τόσο όμορφο".
Την επόμενη κιόλας μέρα, αγόρασε από το χαρτοπωλείο της γειτονιάς του όλα τα απαραίτητα για να ζωγραφίσει κάτι αντάξιο του πίνακα που είχε δει: χρώματα, πινέλα, παλέτες, κουβάδες για τις μπογιές, καθώς και έναν καμβά. Όταν γύρισε σπίτι ενθουσιασμένο άρχισε να αναμειγνύει τις μπογιές και να τις απλώνει πάνω στο χαρτί. Λίγη ώρα όμως αργότερα, κοίταξε τον πίνακά του και απογοητεύτηκε τελείως από το αποτέλεσμα: τα χρώματα φαινόταν πεταμένα όπως όπως πάνω στον καμβά, τελείως ασύνδετα μεταξύ τους, χωρίς καμία ομορφιά και χωρίς να βγάζουν κανένα νόημα. Απογοητεύτηκε πολύ, και σκέφτηκε να τα παρατήσει.
Τότε είδε στο διπλανό γραφείο ένα πινέλο το οποίο ζωγράφιζε υπέροχα, αναμειγνύοντας με μεγάλη άνεση τις μπογιές πάνω στο χαρτί και απλώνοντάς τες ώστε να προκύψουν λογής λογής αφηρημένα σχήματα.
"Θέλω να ζωγραφίσω κάτι ονειρεμένο σαν εσένα, αλλά καθώς απλώνω τις μπογιές στον καμβά δεν μου έρχεται έμπνευση. Εσύ πώς τα καταφέρνεις;", το ρώτησε.
Το πινέλο του απάντησε: "Πρώτα ονειρεύομαι τη ζωγραφιά μου, και ύστερα ζωγραφίζω το όνειρο".
Το καβαλέτο προβληματίστηκε πολύ, αφού δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό κάτι τέτοιο. Κλείστηκε στο δωμάτιό του και άρχισε να κοιτάζει βιβλία με φωτογραφίες από πίνακες ζωγραφικής, οι οποίοι έμοιαζαν όντως σαν κάποιος να τους είχε ονειρευτεί. Το ίδιο βράδυ στον ύπνο του είδε κι αυτό έναν υπέροχο πίνακα αφηρημένης τέχνης, γεμάτο χρώμα, που παρόμοιό του δεν είχε ξαναδεί ποτέ του. Έτσι την επόμενη μέρα, γεμάτο όρεξη, άρχισε για μια ακόμη φορά να ανακατεύει τις μπογιές και να τις απλώνει πάνω στον καμβά.
Αρκετές ώρες αργότερα, και αφού έβαλε πάνω στο δημιούργημά του όλη του την μαεστρία, τα άλλα αντικείμενα στο σπίτι μαζεύτηκαν για να θαυμάσουν: είχε ζωγραφίσει έναν πίνακα ονειρεμένο, σαν αυτούς που συναντάει κανείς στις καλύτερες πινακοθήκες του πλανήτη. Χάρηκε τόσο για το κατόρθωμά του, που από εκείνη τη μέρα δεν ξανάφησε ποτέ το πινέλο από τα χέρια του.
Όταν το καβαλέτο μεγάλωσε έπιασε δουλειά στην Εθνική Πινακοθήκη στο Λονδίνο, σαν συντηρητής έργων τέχνης, ενώ διατηρεί και δικές του εκθέσεις στην Αθήνα με τα καλύτερά του δημιουργήματα.