ΕΝΑΣ ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΣ ΚΑΠΟΤΕ ΣΕ ΕΝΑΝ ΔΙΣΚΟ φοβόταν πολύ μην πνιγεί από την ζάχαρη. Δίπλα του βρισκόντουσαν λογής λογής κουραμπιέδες, μικροί και μεγάλοι, μακρόστενοι και στρογγυλοί, όλοι τους γεμάτοι ζάχαρη άχνη. Αυτός πάλι, όση λίγη είχε πάνω του, την τίναζε να φύγει. Ζήλευε πολύ τα μελομακάρονα στον διπλανό δίσκο, τα οποία δεν είχαν ίχνος ζάχαρης πάνω τους, παρά μόνο μέλι, και φαινόντουσαν πεντακάθαρα.
"Είμαι αλλεργικός", έλεγε στους άλλους κουραμπιέδες στο ταψί για να δικαιολογηθεί. Αυτοί πάλι τον έδειχναν και γελούσαν. "Είναι δυνατόν ποτέ ένας κουραμπιές να έχει αλλεργία στην ζάχαρη;", τον ρωτούσαν. Αυτός πάλι απέφευγε να τους απαντήσει κάθε φορά που το έφερνε η συζήτηση, για να μην δείξει πως στην πραγματικότητα φοβόταν μη λερωθεί.
Ώσπου μια μέρα, συνέβη το αναπάντεχο: ο καλός μας κουραμπιεδούλης φταρνίστηκε μέσα στο ταψί. Από το φτάρνισμα η άχνη στον δίσκο σηκώθηκε σα σκόνη και κάλυψε τα πάντα, με αποτέλεσμα οι κουραμπιέδες να μη βλέπουν μπροστά τους. Όταν η σκόνη καταλάγιασε, ο κουραμπιεδούλης μας ολόλευκος από τη σκόνη τους είπε: "Ορίστε, σας το είπα ότι είμαι αλλεργικός! Θεέ μου πως έγινα έτσι!".
Έπειτα άρχισε να τινάζεται για να διώξει από πάνω του τη σκόνη. Οι άλλοι κουραμπιέδες στον δίσκο ξέσπασαν σε γέλια μόλις τον είδαν. "Δεν μπορείς να το αποφύγεις!", του είπαν, έπειτα ένας από αυτούς, ο πιο θαρραλέος, πήρε λίγη ζάχαρη άχνη από κάτω, την έκανε σα χιονόμπαλα και του την έριξε. Ο ένας μετά τον άλλον οι κουραμπιέδες στον δίσκο άρχισαν να του πετούν μικρές μικρές μπαλίτσες από ζάχαρη άχνη, σα σε χιονοπόλεμο. Αυτός τρόμαξε τόσο πολύ που από το φόβο του έμεινε ακίνητος σαν άγαλμα. Αφού λοιπόν καλά καλά τον έκαναν... χιονάνθρωπο, άρχισαν να ρίχνουν τις μπάλες ο ένας στον άλλο και τον άφησαν ήσυχο. Αυτός πάλι, κατατρομαγμένος έμεινε να τους κοιτάζει, ώσπου με τα πολλά, απόρησε αν ο φόβος του για τη ζάχαρη ήταν πραγματικά δικαιολογημένος. Τον ξεπέρασε.
Τίναξε λοιπόν την άχνη από πάνω του για μια ακόμη φορά, και ξέσπασε σε γέλια μόλις είδε τους άλλους κουραμπιέδες να έχουν ασπρίσει τον τόπο με τα παιχνίδια τους. Αυτοί έκαναν να του ξαναπετάξουν ζάχαρη, όμως τότε αυτός κρύφτηκε μέσα σε ένα βουνό ζάχαρης για να τους αποφύγει. Τον έψαξαν σε όλο τον δίσκο, χωρίς όμως να καταφέρουν να βρουν την κρυψώνα του.
"Πω πω γέμισε ο τόπος σκόνη!", ακούστηκε μια φωνή από το βάθος της κουζίνας. Έπειτα πλησίασε ένας στρουμπουλός άνθρωπος, ο οποίος στάθηκε ακριβώς από πάνω από τον δίσκο. Οι κουραμπιέδες πάγωσαν απ' το φόβο τους μόλις τον είδαν. Αυτός τότε μάζεψε την άχνη από το δίσκο, έπειτα τοποθέτησε προσεκτικά τους κουραμπιέδες τον καθένα στην θέση του και τους πασπάλισε με άχνη ώστε να φαίνονται όμορφοι.
Και ο καλός μας κουραμπιεδούλης; Αφού σταμάτησε πλέον να φοβάται, συχνά πυκνά παίζει κρυφτό με τους άλλους κουραμπιέδες στον δίσκο όταν δεν βλέπει ο νοικοκύρης.