ΕΝΑ ΓΑΛΛΙΚΟ ΚΟΡΝΟ κάποτε σε ένα ωδείο είχε κουραστεί από τις πολλές πρόβες, και θέλησε να βρει έναν ωραίο τρόπο για να ξεμουδιάζει και να ξεσκάει τα απογεύματα. «Θα σου πρότεινα να αρχίσεις το ποδήλατο»,του είπε η τρομπέτα, «είναι πολύ καλή γυμναστική αλλά να προσέχεις όμως πολύ όταν έχει σκοτάδι γιατί στους δρόμους κυκλοφορούν αυτοκίνητα και μηχανάκια».
Το κόρνο το σκέφτηκε καλά και αποφάσισε πως έτσι θα μπορούσε να παίρνει τον αέρα του μετά τα μαθήματα στο ωδείο. Ζήτησε λοιπόν από την τρομπέτα να του κάνει μαθήματα για το πως να καβαλάει το ποδήλατο, και πως να κυκλοφορεί στους δρόμους. Αυτή συμφώνησε: στην αρχή τον έβαλε να κάνει με βοηθητικές ρόδες και μόνο σε δρόμους χωρίς κίνηση. Μετά από κάποιες βδομάδες όμως αυτός αποφάσισε πως τα πήγαινε πολύ καλά και πως δεν θα χρειαζόταν άλλη επίβλεψη.
«Έχεις μάθει να χειρίζεσαι πολύ καλά το πετάλι, πρέπει όμως να μάθεις να κορνάρεις όταν χρειάζεται», του είπε η τρομπέτα, και συνέχισε: «το σημαντικό είναι να αποφεύγεις τους δρόμους με αυτοκίνητα ή μηχανάκια». Έπειτα το οδήγησε σε έναν μεγαλύτερο δρόμο, και αφού του εξήγησε πως πρέπει να σέβεται τα φανάρια και τους πεζούς, του ζήτησε να δοκιμάσει την κόρνα του. Μόλις βεβαιώθηκαν πως όλα ήταν εντάξει, συμφώνησαν το κόρνο να πηγαίνει μπροστά και μερικά μέτρα πιο πίσω να πηγαίνει η τρομπέτα με το δικό της ποδήλατο για σιγουριά.
Στην αρχή το κόρνο έκανε αργές πεταλιές. Αφού όμως είδε πως τα κατάφερνε περίφημα, άρχισε να κάνει πετάλι όλο και πιο γρήγορα, και οι ρόδες του ποδήλατου επιτάχυναν. Αυτό πάλι ένιωθε τόσο όμορφα που μπορούσε ελεύθερο να κόβει βόλτες, που ξέχασε πως πιο πίσω βρισκόταν η τρομπέτα με το δικό της ποδήλατο. Έτρεχε, και έτρεχε, και μόλις έβλεπε πεζό ή άλλο ποδήλατο πατούσε την κόρνα του για να σιγουρευτεί πως δεν θα κουτουλήσει κάπου. Η τρομπέτα από παραπίσω άρχισε να του κορνάρει για να το προφτάσει, όμως μάταια: αρκετά μέτρα πιο κάτω και με το σκοτάδι σιγά σιγά να πέφτει, οι δυο τους είχαν χαθεί.
Όταν το κόρνο κατάλαβε πως είχε ξεμακρύνει, τρόμαξε πολύ, και σκέφτηκε να κάνει μεταβολή. Άναψε λοιπόν τα φώτα του ποδηλάτου για να βλέπει, και ξεκίνησε τον δρόμο της επιστροφής προς το ωδείο, πηγαίνοντας μέσα από δρόμους που δεν γνώριζε. Τόσος ήταν ο φόβος του, που κάθε φορά που έβλεπε αυτοκίνητο, μηχανάκι, ποδήλατο ή πεζό πατούσε την κόρνα μην τυχόν και δε το δουν. Συνέχισε λοιπόν να κάνει πετάλι μέσα στο σκοτάδι, ελπίζοντας πως θα τα κατάφερνε να γυρίσει πίσω, όμως τα φώτα του ποδηλάτου δεν αρκούσαν για να βλέπει καλά, και αρκετά μέτρα πιο κάτω οι δρόμοι δεν είχαν καλό φωτισμό.
«Θεέ μου, ελπίζω να μην πεταχτεί κανένα αυτοκίνητο πάνω μου», είπε, και συνέχισε την πορεία του. Όμως από την άλλη μεριά του δρόμου είδε ένα μηχανάκι να τρέχει γρήγορα προς το μέρος του.
Κατατρομαγμένο άρχισε να πατάει την κόρνα του και να τρεμοπαίζει με τα φώτα, για να το καταλάβει ο οδηγός ώστε να κόψει. Το μηχανάκι όμως συνέχισε να τρέχει γρήγορα και να πλησιάζει απειλητικά. Τότε λοιπόν, και αφού είδε πως με την κόρνα δεν το σταματούσε με τίποτα, σκέφτηκε να παίξει μουσική από τον σωλήνα του όσο πιο δυνατά μπορούσε: έβγαλε έναν ήχο τόσο δυνατό και μελωδικό σαν σε χορωδία, που ο οδηγός της μηχανής σταμάτησε επί τόπου για να καταλάβει τι συμβαίνει. Μόλις είδε μπροστά του το κόρνο καβάλα στο ποδήλατο, κατέβηκε από το μηχανάκι και του ζήτησε κατευθείαν συγγνώμη.
«Είδες λοιπόν που δεν αρκεί μόνο να ξέρει κανείς να κάνει ποδήλατο», του είπε η τρομπέτα μόλις το βρήκε στο πιο κάτω στενό, «αλλά θα πρέπει να ξέρει να κορνάρει δυνατά στον δρόμο ειδικά όταν οι άλλοι δεν τον ακούνε!».
Έπειτα οι δυο τους γύρισαν με ασφάλεια στο ωδείο και διηγήθηκαν την ιστορία στα άλλα μουσικά όργανα. Από εκείνη την μέρα και έπειτα το γαλλικό κόρνο έγινε μεγάλος ποδηλάτης, και έμαθε να απολαμβάνει ήρεμες βόλτες σε δρόμους με φώτα και χωρίς πολλά αυτοκίνητα, ώστε η κόρνα του να μπορεί να ακούγεται.