ΚΑΠΟΤΕ ΖΟΥΣΕ ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ σε μια χώρα στο βορρά, ο οποίος ήξερε όλες τις γλώσσες της γης και ο οποίος γνώριζε καλά όλα τα μυστήρια της δημιουργίας. Είχε ένα μεγάλο δερματόδετο βιβλίο σκαλισμένο με περίτεχνα σχήματα και μεταλλικές γωνίες, το οποίο είχε αλυσοδέσει σε ένα τραπέζι, και το τραπέζι το είχε στεριώσει στο έδαφος, ώστε να μη μπορεί κανείς να το μετακινήσει. Και όταν ήθελε να ανοίξει το βιβλίο, το ξεκλείδωνε με ένα σιδερένιο κλειδί, αλλά δεν άφηνε κανέναν να το διαβάσει, γιατί περιείχε όλα τα μυστικά του κόσμου της αλχημείας. Είχε μέσα περιγραφές για το πως να αναμείξει κανείς τα υλικά, πως να τα εξαγνίσει και πως να βγάλει από άλλα μέταλλα καθαρό χρυσάφι.
Ο δάσκαλος αυτός είχε ένα μαθητή ο οποίος ήταν χαζός, όμως ήταν πονηρός, και έτσι ο δάσκαλος ποτέ δεν τον άφηνε κοντά στο βιβλίο, ούτε καν να μπει στο ιδιαίτερο δωμάτιο. Ο μαθητής όμως αυτός έστηνε αυτί στην πόρτα κάθε φορά που ο δάσκαλος έμπαινε μέσα, και κρυφάκουγε.
Μια μέρα που ο δάσκαλος έφυγε, ο μαθητής, περίεργος όπως ήταν και ανυπόμονος να φτιάξει μόνος του χρυσάφι, μπήκε στο δωμάτιο όπου παρατήρησε ότι ο δάσκαλος είχε αφήσει το βιβλίο ξεκλείδωτο. Με μεγάλο ενθουσιασμό γύρισε τις σελίδες στις οποίες βρίσκονταν οδηγίες και σχεδιαγράμματα, ώσπου συνάντησε την σελίδα που αφορούσε την μετατροπή μετάλλων σε χρυσό.
Δίχως δεύτερη σκέψη και ακολουθώντας κατά γράμμα τις οδηγίες, έβγαλε μια ασημένια καδένα που φορούσε και την τοποθέτησε σε ένα μεγάλο δοχείο που βρισκόταν στο τραπέζι. Έπειτα τοποθέτησε ένα-ένα τα υλικά, και τα ανακάτεψε με ακριβώς την δοσολογία που έλεγαν οι οδηγίες, προσέχοντας μην κάνει λάθος. Αυτό που δεν πρόσεξε όμως, ήταν ότι από την μια γωνία βρισκόταν ο δάσκαλός του, ο οποίος είχε γυρίσει και τον παρακολουθούσε δίχως να βγάλει άχνα.
Αφού ανακάτεψε καλά τα υλικά, σκέπασε το μείγμα με μια πετσέτα και περίμενε ώσπου να περάσει η ώρα που έλεγαν οι οδηγίες. Κάθισε σε μια καρέκλα και περίμενε, και θα τον έπαιρνε ο ύπνος, αν δεν έφτανε στα ρουθούνια του μια αφόρητη δυσωσμία. Ξεσκέπασε γρήγορα το δοχείο και το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να τα χάσει: η σκουριασμένη αλυσίδα, αντί να μετατραπεί σε χρυσό είχε μετατραπεί σε... ακαθαρσίες.
Ο μαθητής θυμωμένος πήρε βιαστικά το δοχείο και έκανε να το πετάξει, όμως τον σταμάτησε ο δάσκαλος, ο οποίος του είπε: «Όσο πιστά κανείς κι αν ακολουθεί οδηγίες, δεν θα μπορέσει ποτέ του να βγάλει καθαρό χρυσό αν δεν είναι εξίσου καθαρές και οι προθέσεις του».