ΕΝΑΣ ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα βασίλειο είχε πάρα πολύ μεγάλη ιδέα για το ταλέντο του και τα παπούτσια που έραβε για τον πρίγκιπα. Είχε τόσο μεγάλη έπαρση που απέδιδε στα παπούτσια που έραβε μαγικές ιδιότητες και τα διαφήμιζε χρησιμοποιώντας μεγάλα λόγια και παχιά, θεωρώντας πως πρόκειται για κάτι πραγματικά φανταστικό. Ο πρίγκιπας πάλι, που κάθε τρεις και λίγο του ζητούσε να του ράβει καινούρια παπούτσια, αναγνώριζε ότι ο άνθρωπος αυτός είχε ταλέντο, αλλά θεωρούσε ότι ήταν φαντασμένος και ότι ο κύριος στόχος του ήταν τα λεφτά.
Έτσι μια μέρα και αφού πήρε την γνώμη των συμβούλων του, σκέφτηκε να τον βάλει σε δοκιμασία. Τον επισκέφτηκε στο τσαγκαράδικό του και ζήτησε να ράψει ένα ζευγάρι παπούτσια τόσο άνετα, που με αυτά θα μπορούσε να πετάξει. Για να τον πείσει μάλιστα για τις προθέσεις του, του υποσχέθηκε τρια μεγάλα σακιά με χρυσά φλουριά ως αμοιβή. Ο τσαγκάρης δεν δίστασε καθόλου: δέχτηκε την προσφορά του πρίγκιπα και στρώθηκε στην δουλειά.
Οι μέρες περνούσαν και ο τσαγκάρης δούλευε νυχθημερόν χωρίς να ανοίξει καθόλου τα παράθυρα του τσαγκαράδικου. Οι χωρικοί στην αρχή παραξενεύτηκαν, ωστόσο μόλις εξαπλώθηκε η φήμη ότι δουλεύει πάνω στα νέα παπούτσια του πρίγκιπα, θεώρησαν πως θα είναι ένα τόσο σημαντικό έργο που δεν θα μπορούσε να του αποσπάσει τίποτα την προσοχή. Μετά από μερικές μέρες, όταν ο τσαγκάρης άνοιξε επιτέλους τα παράθυρα, είχε έτοιμο στον πάγκο του ένα ζευγάρι πανέμορφες μπότες με φτερά.
Κλεισμένος μέσα στους τέσσερις τοίχους του τσαγκαράδικου, πρόβαρε τις μπότες κάνοντας δρασκελιές. Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός του, που οι δρασκελιές του του φαίνονταν σαν να πετάει. Όταν λοιπόν πλέον ήταν έτοιμος, παρουσιάστηκε μπροστά στον πρίγκιπα για να ζητήσει την αμοιβή του.
Όμως ο πρίγκιπας του ζήτησε να του κάνει μια επίδειξη των δυνατοτήτων των νέων του παπουτσιών. Τότε αυτός, γεμάτος έπαρση, ζήτησε να ανέβουν στον ψηλότερο πύργο του Κάστρου. Από κάτω μαζεύτηκε πλήθος υπηκόων που περίμεναν να δουν τον τσαγκάρη να πετάει.
Αυτός φόρεσε τα φτερωτά παπούτσια και μπροστά στα έκπληκτα μάτια του πρίγκιπα και των υπηκόων, έκανε μια βουτιά στο κενό, πιστεύοντας ότι θα πετάξει. Αντί όμως να πετάξει, έπεσε από τον ψηλό πύργο και ευτυχώς προσγειώθηκε πάνω σε μια άμαξα γεμάτη σανό και σώθηκε.
Οι χωρικοί και ο πρίγκιπας έσκασαν στα γέλια με το πάθημα του φαντασμένου τσαγκάρη. Αυτός πάλι, με την λαχτάρα που πήρε, από κει και ύστερα μετρούσε πολύ τις λέξεις του και δεν υποσχόταν ποτέ το ακατόρθωτο.