Δεν πάει καιρός από τότε που η είδηση για “το χαμένο παραμύθι των αδελφών Grimm”, έκανε το γύρο του διαδικτύου.
“Η Πριγκίπισσα και η αλεπού” είναι ο τίτλος του παραμυθιού, και ξεκινάει ως εξής: “Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα χρυσό άλογο, με ένα χρυσό σαμάρι και ένα πανέμορφο μωβ λουλούδι περασμένο στα μαλλιά του”. Στη συνέχεια χρησιμοποιεί επαναλαμβανόμενα μοτίβα, καθώς και το λογοτεχνικό ύφος των αδελφών Grimm για να μας εξιστορήσει το πως μια αλεπού βοήθησε το γιο ενός Μυλωνά να σώσει μια όμορφη πριγκίπισσα από έναν ανεπιθύμητο γάμο. Ακούγεται απλό – και πράγματι είναι – ωστόσο μια ολόκληρη επιστήμη έχει εμπλακεί στη σύνθεση της ιστορίας.
Τι το ιδιαίτερο έχει η συγκεκριμένη ιστορία και γιατί αποδίδεται στους αδελφούς Grimm; Η απάντηση δεν είναι καθόλου απλή, εφόσον πίσω από αυτή κρύβεται μια ολόκληρη επιστήμη: αυτή της Τεχνητής Νοημοσύνης. “Η Πριγκίπισσα και η αλεπού”, είναι το αποτέλεσμα συνέργειας μιας ολόκληρης ομάδας από προγραμματιστές, συγγραφείς και καλλιτέχνες, οι οποίοι αξιοποίησαν τις δυνατότητες που τους προσφέρει η τεχνολογία για να συνθέσουν ένα παραμύθι παρόμοιο σε λογική και λογοτεχνικό ύφος με τα αγαπημένα παραμύθια των αδελφών Grimm.
Η εταιρία πίσω από το λογισμικό, η Botnik, ανέπτυξε μια εφαρμογή η οποία σε πολλά θυμίζει τις εφαρμογές αυτόματης συμπλήρωσης κειμένου στο κινητό τηλέφωνο. Σε αυτή την περίπτωση όμως, δημιούργησαν ένα μοντέλο Τεχνητής Νοημοσύνης, εκπαιδεύοντάς το πάνω στα παραμύθια των αδελφών Grimm, ώστε αυτό να προτείνει λέξεις και φράσεις με τρόπο που να προσιδιάζει στη φαντασία και στο λογοτεχνικό ύφος των δυο αδελφών. Τη λείανση της ιστορίας ανέλαβαν στη συνέχεια συγγραφείς, ώστε να φέρουν το κείμενο σε πιο ανθρώπινα μέτρα, γεμίζοντας τυχόν κενά στην πλοκή με χρήση της φαντασίας τους.
Η όλη ιστορία γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα αν αναλογιστεί κανείς πως οι αδελφοί Grimm δεν έγραφαν οι ίδιοι τα παραμύθια τους: τα συνέλεγαν από πηγές της εποχής τους, όπως τα είχε καταγράψει η προφορική παράδοση της Γερμανίας. Υπό αυτό την έννοια ο αλγόριθμος που εμπνεύστηκαν οι προγραμματιστές της εφαρμογής δεν μιμείται απλά τη φαντασία ενός συγγραφέα, αλλά τον τρόπο λειτουργίας του συλλογικού υποσυνείδητου ενός ολόκληρου έθνους.
Ίσως δεν είναι μακριά λοιπόν η εποχή που τα παραμύθια που διαβάζουμε θα τα “γεννά” εξ’ ολοκλήρου κάποια εφαρμογή στο κινητό, ή που τα χαμένα έργα των αρχαίων δραματουργών θα αποκτούν ξανά σάρκα και οστά, έστω και μέσω παραλλαγών εμπνευσμένων από κάποιον έξυπνο αλγόριθμο.