EΝΑ ΑΧΛΑΔΙ κάποτε είχε πολύ εκλεπτυσμένο γούστο στο φαγητό. Απορούσε πολύ με το τι έτρωγαν τα άλλα φρούτα και λαχανικά στο μανάβικο, αφού αυτό ήθελε το φαγητό του να είναι πάντοτε κάτι το εξαιρετικό και το ξεχωριστό. Είχε βρει μάλιστα μια ιδιαίτερη λέξη για να περιγράψει τα γεύματά του: "Εγώ τρώω μόνο... γκουρμέ!" έλεγε κομπάζοντας στα άλλα φρούτα και λαχανικά.
"Απορώ πως τρώτε όλα αυτά που τρώτε", τους έλεγε και ξανάλεγε. "Δεν έχετε κανένα γούστο για την υψηλή κουζίνα". Αυτά πάλι το κορόιδευαν, αφού μονίμως τους ανέφερε διάφορα άγνωστα φαγητά με περίεργα ονόματα, τα οποία περισσότερο έμοιαζαν με έργα ζωγραφικής πάνω στο πιάτο παρά με κανονικά φαγητά. Απορούσαν δε πως χόρταινε με τόσο μικρές μερίδες.
Έτσι μια μέρα, μαζευτήκαν όλα μαζί και σκέφτηκαν να του δώσουν ένα γερό μάθημα: ζήτησαν από το λεμόνι να βάλει ποδιά και να κλειστεί στην κουζίνα, και να κάνει δήθεν πως μαγειρεύει. Όσο το αχλάδι έλειπε βόλτα στον κήπο, αυτά μεταμόρφωσαν το μανάβικο σε εστιατόριο: έβαλαν χρυσή ταπετσαρία στον τοίχο, έφεραν ξύλινες καρέκλες και τραπέζια, και πάνω σε αυτά βελούδινα τραπεζομάντηλα και κηροπήγια. Έπειτα φώναξαν το αχλάδι. Του είπαν:
"Το μανάβικό μας έχει επισκεφτεί ένας σπουδαίος μάγειρας από την Γαλλία, ο Λε Μον. Επειδή λοιπόν δεν υπάρχει κανένας ανάμεσά μας με τόσο εκλεπτυσμένο γούστο σαν το δικό σου, θα θέλαμε να δοκιμάσεις πρώτος τα πιάτα του και να μας πεις."
Μόλις το άκουσε το αχλάδι πέταξε από την χαρά του. Μπήκε στο μανάβικο-εστιατόριο και κάθισε στο πρώτο τραπέζι, έπειτα δίπλωσε την πετσέτα που βρήκε μπροστά του και την τοποθέτησε πάνω στην κοιλιά του ώστε να μην λερωθεί. Λίγη ώρα αργότερα βγήκε από την κουζίνα το λεμόνι, το οποίο του είπε:"Ξεκινάμε με το πρώτο μας πιάτο, το ορεκτικό", μόνο που το πιάτο ήταν άδειο.
Αυτό μόλις το είδε σάστισε, αλλά από ντροπή δεν έβγαλε άχνα, παρά μόνο έκανε πως τρώει. Στην πραγματικότητα όμως έτρωγε τον αέρα. Λίγο αργότερα ξαναεμφανίστηκε το λεμόνι, το οποίο πάλι κρατούσε ένα άδειο πιάτο, αυτή τη φορά μεγαλύτερο. "Συνεχίζουμε με τη σούπα", του είπε και άφησε το άδειο πιάτο μπροστά του. Αυτό συνέχισε να κάνει πως τρώει, γεμίζοντας το άδειο του στομάχι με αέρα. Το ίδιο σκηνικό συνεχίστηκε άλλες τρεις φορές, ώσπου το λεμόνι στο τέλος του έφερε ένα ακόμη άδειο πιάτο για επιδόρπιο. Ώσπου στο τέλος το στομάχι του φούσκωσε, όχι από φαγητό αλλά από αέρα. "Πολύ ωραία τα εδέσματά σας", είπε φεύγοντας στον μεγάλο μάγειρα Λε Μον και τον ευχαρίστησε.
Τα άλλα φρούτα και λαχανικά που είχαν μαζευτεί στα παράθυρα και το κοιτούσαν είχαν ξεραθεί στα γέλια. Αυτό, μόλις τελείωσε, βγήκε να κάνει έναν χαλαρό περίπατο στον κήπο για να "χωνέψει". "Πολύ ωραία τα φαγητά του Λε Μον", έλεγε στα άλλα φρούτα και λαχανικά που συναντούσε στον δρόμο.
Λίγο παρακάτω κάθισε κάτω από ένα δέντρο και αποκοιμήθηκε. Δεν πρόλαβε καλά καλά να κλείσει τα μάτια του και μια μύγα κάθισε στην τουμπανιασμένη από τον πολύ αέρα κοιλιά του. Αυτό πετάχτηκε κατατρομαγμένο.
"Να προσέχεις άλλη φορά να μην τρως πολύ... αέρα!", του είπαν όλα τα φρούτα και λαχανικά που είχαν μαζευτεί τριγύρω του. Αυτό ντράπηκε τόσο που από εκείνη την μέρα δεν ξανακόμπασε για το φαγητό του.