Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια νεραϊδούλα που την έλεγαν Κοραλία, και η οποία είχε την πιο γλυκιά φωνούλα απ' όλες τις νεράιδες του μαγεμένου δάσους. Τόσο αγαπούσε μάλιστα το τραγούδι, που συνήθιζε να τραγουδάει ώρες ατελείωτες για να σιγουρευτεί πως δεν θα βρισκόταν άλλη με πιο ωραία και δουλεμένη φωνή απ' αυτή.
Ώσπου μια μέρα, εκεί που τραγουδούσε ολομόναχη στην ακροθαλασσιά με κλειστά τα μάτια για να βρει έμπνευση, της φάνηκε πως μια άλλη φωνή, πιο όμορφη και πιο μαγική απ' τη δική της, της τραγουδούσε πίσω το τραγούδι της. "Υπάρχει άλλη νεράιδα με πιο όμορφη φωνή από μένα;", αναφώνησε.
"Ίσως δεν ήταν νεράιδα, αλλά σειρήνα της θάλασσας καλή μου Κοραλία", της απάντησε μια φώκια που απολάμβανε το τραγούδι της και την άκουσε να απορεί. Έτσι στην καλή μας Κοραλία μπήκε ακόμη μεγαλύτερη περιέργεια, αφού δεν είχε ακούσει ποτέ σειρήνα να τραγουδάει ούτε και είχε συναντήσει ποτέ κάποιο τέτοιο μαγικό πλάσμα στα θαλάσσια ταξίδια της.
Άρχισε λοιπόν να ρωτάει όποιον έβρισκε μπροστά της, μην τυχόν και είχαν γνωρίσει ποτέ σειρήνα. "Πείτε μου, που κατοικούν, και πως μπορώ να πάω εκεί;", ρωτούσε, όμως απάντηση δεν έπαιρνε από κανέναν. Σε όσα βιβλία κι αν έψαξε, κι όσους σοφούς κι αν ρώτησε, απάντηση δεν βρήκε καμιά, παρά μόνο όλοι την διαβεβαίωναν πως είχε την πιο όμορφη φωνή που είχαν ακούσει ως τότε και πως μόνο ο Οδυσσέας στα μυθικά του ταξίδια κατάφερε να ακούσει πραγματική σειρήνα να τραγουδάει.
Ώσπου με τα πολλά, σε ένα ξεχασμένα χωριό πάνω στα ψηλά βουνά, βρέιηκε μια γιαγιά να της πει πως στα νιάτα της είχε γνωρίσει σειρήνα, και πως πράγματι είχε πιο όμορφη φωνή από αυτή. Η καλή μας Κοραλία έγινε κατακόκκινη από ζήλια μόλις το άκουσε.
"Πως μπορώ να γνωρίσω λοιπόν μια σειρήνα για να με μάθει να τραγουδάω όπως αυτή;", ρώτησε τη γιαγιά.
"Δεν έχεις παρά να πας στην κοντινότερη παραλία και να βάλεις ένα κοχύλι στο αυτί σου. Θα ακούσεις αμέσως τις σειρήνες να σου τραγουδούν", της απάντησε η γιαγιά.
Έτσι η νεραϊδούλα Κοραλία κατηφόρισε για την κοντινότερη παραλία, όπου μάζεψε λογής λογής κοχύλια στο κουβαδάκι της. Το πιο όμορφο και χρωματιστό από αυτό, το έβαλε στο αυτί της και περίμενε να ακούσει μέσα από αυτό κάποια σειρήνα να της τραγουδάει. Όσο κι αν προσπάθησε όμως, δεν άκουγε παρά μόνο έναν ήχο που έμοιαζε πολύ με αυτόν των κυμμάτων που σκάνε στην ακροθαλασσιά.
Με τα πολλά, απογοητεύτηκε και σκέφτηκε πως η γιαγιούλα την είχε κοροϊδέψει. Τόσο όμως τη μάγεψε ο ήχος που της φάνηκε πως άκουγε μέσα απ' το κοχύλι, που έκανε να το πλησιάσει ξανά στα αυτιά της για να το ξανακούσει και να εμπνευστεί. Ύστερα έκλεισε τα μάτια και μαζί με τον ήχο από τα κύματα άρχισε να τραγουδάει. Τόσο πολύ απορροφήθηκε αυτή τη φορά από το τραγούδι της, που λογής λογής ψάρια και θαλασσινά μαζεύτηκαν στην ακροθαλασσιά για να την ακούσουν.
Μόλις τελείωσε, την καταχειροκρότησαν και της είπαν: "Η φωνή σου έκανε τόσο όμορφη ηχώ στη θάλασσα που πιστέψαμε πως κάποια σειρήνα είχε βγει στην ακροθαλασσιά και τραγουδούσε" και αυτή έμεινε κατάπληκτη μόλις το άκουσε, αφού κατάλαβε πως η σειρήνα που τόσο καιρό έψαχνε δεν ήταν παρά η ίδια της η φωνή που αντηχούσε ως την άλλη άκρη της θάλασσας.
Από εκείνη τη μέρα, και όποτε νιώθει ότι χρειάζεται έμπνευση, βάζει ένα κοχύλι στο αυτί της για να θυμηθεί τον ήχο των κυμάτων.