Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια νεραϊδούλα που την έλεγαν Ωρώρα και η οποία βαριόταν πολύ τη γυμναστική. Έτσι τα νεραϊδοφτερά της από την αχρηστία είχαν γίνει αδύναμα και αυτή δυσκολευόταν πολύ να πετάξει, μα και όταν πήγαινε για κολύμπι πάντα χρησιμοποιούσε μπρατσάκια.
Ώσπου μια ωραία μέρα που έτυχε να πάνε με τις άλλες νεράιδες στην ακροθαλασσιά για μπάνιο, καθώς αυτή έκανε να φορέσει τα μπρατσάκια της φύσηξε δυνατός αέρας ο οποίος της τα πήρε μακριά. Αυτή έκανε να τα περιμαζέψει, όμως όσο έτρεχε ξωπίσω της, τόσο πιο μακριά της τα έπαιρνε ο άνεμος, ο οποίος όλο και φούντωνε. Όταν με τα πολλά ο άνεμος καταλάγιασε και κατάφερε να μαζέψει το ένα από αυτά, συνειδητοποίησε πως είχε ξεμακρύνει τόσο πολύ που δεν ήξερε καν το δρόμο του γυρισμού.
Απελπισμένη λοιπόν φόρεσε το ένα μπρατσάκι και συνέχισε να ψάχνει για το άλλο, το οποίο είχε πιαστεί από το κλαδί ενός δέντρου στην άκρη ενός γκρεμού. Πριν καλά καλά απλώσει για να το πιάσει όμως, είδε να έρχονται ξωπίσω της με απειλητικές διαθέσεις νάνοι κυνηγοί, οι οποίοι κρατούσαν δίχτυα και κλουβιά για να την πιάσουν. "Να η ευκαιρία μας να πιάσουμε νεράιδα!", είπαν αυτοί και βημάτισαν προς το μέρος τους ετοιμάζοντας τα όπλα τους.
Τότε αυτή έκανε να κουνήσει τα φτερά της για να τους ξεφύγει, όμως τόσο αδύναμο ήταν το πέταγμά της και τόσο μικρή η διάρκειά του, που οι νάνοι λύθηκαν στα γέλια. "Εσύ, που είσαι έτσι αγύμναστη, να θες να πετάξεις για μας ξεφύγεις;", είπαν και πέταξαν το δίχτυ τους για την πιάσουν. Το απέφυγε τελευταία στιγμή.
"Δείτε καλύτερα, πετάω!", τους είπε αυτή και έκανε να πετάξει για ακόμη μια φορά, όμως αντί να πετάξει έπεσε και πιάστηκε από το δέντρο στο οποίο ήταν πιασμένο το δεύτερο μπρατσάκι της. Οι άλλες νεράιδες, που είχαν ανησυχήσει πολύ για αυτή και άρχισαν να την ψάχνουν σε όλο το δάσος, παρακολουθούσαν τη φίλη τους με κομμένη την ανάσα, κάνοντας κουπί πάνω σε νούφαρα που έπλεαν στην ακροθαλασσιά ακριβώς από κάτω.
"Πέτα να σωθείς!", της είπαν, καθώς οι νάνοι άρχισαν να σκαρφαλώνουν τον γκρεμό για να την πιάσουν. Τότε αυτή με σβέλτες κινήσεις έπιασε και το άλλο μπρατσάκι της, το φόρεσε και πήρε θέση για να κάνει βουτιά. Οι νεράιδες τοποθέτησαν τα νούφαρά τους ακριβώς από κάτω της και άπλωσαν τα χέρια τους, μήπως και καταφέραν να τη σώσουν από την πτώση, η οποία σίγουρα θα ήταν απότομη.
Με τον πιο γυμνασμένο, μπρατσαρά νάνο να πλησιάζει για να την πιάσει, η Ωρώρα έκανε βουτιά στο κενό. Τελευταία στιγμή όμως, λίγο πριν φτάσει στο νερό, τα φτερά της άνοιξαν και την συγκράτησαν στον αέρα. "Δείτε την τι ωραία πετάει!", είπαν οι άλλες νεράιδες, που εντυπωσιάστηκαν από το θέαμα, αφού τόσο καιρό την πίστευαν για τόσο αγύμναστη που θα είχε ξεχάσει να πετάει. Αυτή έκανε άλλες δυο σβούρες στον αέρα, ύστερα με χάρη άγγιζε με την άκρη του ποδαριού της την άκρη του νερού και βούτηξε μέσα. Κι έτσι, σώθηκε από τους νάνους, οι οποίοι απογοητευμένοι πήραν το δρόμο της επιστροφής, αλλά και καταχειροκροτήθηκε από τις άλλες νεράιδες.
Από εκείνη τη μέρα έμαθε να γυμνάζεται τακτικά ώστε να μην ξαναέχει τα ίδια προβλήματα.