ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν μια νεραϊδούλα που την έλεγαν Φαίνη και η οποία είχε τη φήμη πως έγραφε τα πιο όμορφα ποιήματα στο μαγεμένο δάσος. Αγαπούσε πολύ την ποίηση και φρόντιζε ώστε κάθε ποιήμα της να είναι κάτι το ξεχωριστό, με τα πολλά όμως ένιωθε όμως ότι τον τελευταίο καιρό είχε ξεμείνει από έμπνευση.
Έτσι μια ωραία μέρα που έτυχε να διαβάσει ποιήμα της η βασίλισσα Τιτάνια και της ζήτησε να γράψει ένα καινούριο μόνο για αυτή, η Φαίνη προβληματίστηκε πολύ.
"Καλή μου βασίλισσα Τιτάνια, πολύ θα χαρώ να γράψω ένα και για εσάς, τον τελευταίο καιρό όμως έχω ξεμείνει από θέματα να με εμπνέουν", της είπε.
"Να γράψεις ένα ποιήμα τότε για το Φεγγάρι", της είπε η Τιτάνια, σίγουρη πως θα έβρισκε την έμπνευση αφού στο φεγγαρόφως έχουν γραφτεί τα πιο όμορφα τραγούδια αλλά και θεατρικά έργα.
Έτσι και αυτή συμφώνησε. Κλείστηκε στο δωμάτιό της και άρχισε να γράφει. Έγραφε και έσβηνε ολημερίς και ολονυχτίς και άκρη δεν έβγαζε, αφού ένιωθε πως είχε στερεύσει από έμπνευση. "Ίσως το φως του φεγγαριού με βοηθήσει", σκέφτηκε με τα πολλά και έβαλε ξυπνητήρι μέσα στα άγρια μεσάνυχτα ώστε να γράψει στο φεγγαρόφως.
Μόλις το ξυπνητήρι χτύπησε, σηκώθηκε και πατώντας στις μύτες για να μην ξυπνήσει τις άλλες νεράιδες πήγε στο σαλόνι όπου άναψε ένα κερί για να βλέπει. Ύστερα το τοποθέτησε σε ένα κηροπήγιο και κάθισε κοντά στο παράθυρο ώστε να εμπνέεται από το φεγγάρι. Και πάλι όμως, μόνο πέντε στίχους κατάφερε να ολοκληρώσει.
"Τι μου φταίει;", αναρωτήθηκε, ύστερα έβησε το κερί και βγήκε έξω να πάρει αέρα, κρατώντας μόνο την πένα και το χαρτί στα χέρια της. Περπάτησε αρκετά μέσα στο νεραϊδοδάσος, ώσπου με τα πολλά έφτασε στην ακροθαλασσιά. Εκεί κάθισε αναπαυτικά πάνω σε έναν βράχο και προσπάθησε να συγκεντρωθεί με μόνο το φως του φεγγαριού. Τα κατάφερε περίφημα και πραγματικά θα τέλειωνε το ποίημά της, αν γκρίζα σύννεφα δεν κάλυπταν το φεγγάρι μετά από λίγο, κόβοντάς της την έμπνευση.
Αυτή τότε στενοχωρημένη έσκυψε το κεφάλι και σκέφτηκε να τα παρατήσει. "Τι να κάνω για να βρω έμπνευση;", σιγομουρμούρισε κοιτώντας το νερό. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της και είδε την εικόνα από την αντανάκλαση του καλυμμένου από σύννεφα φεγγαριού στη θάλασσα να θολώνει και να καθαρίζει μαζί με τον απαλό κυματισμό του νερού. "Τι όμορφο!", αναφώνησε και άρχισε με το μυαλό της να χτίζει ιστορίες μα και όμορφες εικόνες. Πριν καλά καλά το καταλάβει, το χέρι της είχε πιάσει την πένα και το χαρτί και έγραφε ασταμάτητα.
Την επόμενη μέρα που παρουσίασε το ποίημα στη βασίλισσα και τις άλλες νεράιδες αυτές έμειναν με το στόμα ανοιχτό και την διαβεβαίωσαν πως ήταν το πιο όμορφο ποίημα που είχε γράψει μέχρι τότε.
"Μα πες μας που τη βρήκες την έμπνευση!", τη ρώτησαν.
"Δεν ξέρω αν ήταν το φεγγάρι ή η θάλασσα", τους είπε αυτή και από τότε κάθε φορά που νιώθει ότι δεν έχει έμπνευση, δεν χάνει την ευκαιρία να πάει για έναν βραδινό περίπατο στη θάλασσα.