ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας νάνος που τον έλεγαν Αυγουστή και ο οποίος αγαπούσε πολύ να κάνει μπάνια το καλοκαίρι.
Μόλις όμως ερχόταν ο Σεπτέμβρης και η θάλασσα κρύωνε, απογοητευόταν πολύ. Έτσι έναν καλό Σεπτέμβρη και αφού είδε πως οι άλλοι νάνοι δεν του έκαναν το χατήρι, αποφάσισε να πάει μόνος του για μπάνιο. "Του χρόνου τώρα, πέρασε το Καλοκαίρι με τα μπάνια του", τον απογοήτευσαν αυτοί.
Έτσι μάζεψε μόνος του τα μπανιερά του, ομπρέλες, μαγιώ και ψάθα, βάζοντάς τα με πολλή επιμέλεια σε ένα μεγάλο σακίδιο, και κίνησε για την κοντινότερη πλαζ όπου το καλοκαίρι απολάμβανε το δροσερό νερό της θάλασσας μαζί με τους άλλους νάνους. Ιδιαίτερη μέριμνα έδειξε ώστε να μην ξεχάσει το κολατσιό.
Μόλις έφτασε όμως, παραξενεύτηκε με αυτό που είδε, αφού στην παραλία δεν βρισκόταν κανένας. Δίχως να πτοηθεί έστησε με πολλή υπομονή την ομπρέλα του και τοποθέτησε τις ψάθες, βάζοντας πέτρες πάνω τους ώστε να μην τις πάρει ο αέρας. Έπειτα φόρεσε το μαγιώ του μπήκε στο νερό, το οποίο όμως ήταν... πάγος, αφού το Σεπτέμβρη η θάλασσα κρυώνει απότομα.
"Ας αποδείξω λοιπόν στον εαυτό μου πόσο τολμηρός είμαι", είπε ο Αυγουστής, έπειτα έριξε μια γενναία βουτιά και άρχισε να κολυμπάει συνέχεια και όσο πιο γρήγορα μπορούσε ώστε να μην νιώθει το κρύο της θάλασσας. Και πραγματικά τα πήγαινε περίφημα, ώσπου κάποια στιγμή άρχισε να φυσάει δυνατός αέρας. Ύστερα γκρίζα σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό.
"Μα λατρεύω τόσο τη θάλασσα", είπε αυτός απογοητευμένος και συνέχισε να κολυμπάει, αγνοώντας τον άνεμο. Μόλις όμως μετά από λίγο αυτός φούντωσε ακόμη περισσότερο παρασέρνοντας την ομπρέλα του και τις ψάθες, ο καλός μας νάνος Αυγουστής βγήκε άρον άρον απ' το νερό για να τα προλάβει πριν τα πάρει ο άνεμος και τα πάει στη διπλανή παραλία.
Δεν πρόλαβε να γυρίσει πίσω και μια δυνατή μπόρα ξέσπασε, κάνοντάς τον λούτσα. Αυτός τότε έτρεξε να κρυφτεί κάτω απ' τα πυκνά φύλλα ενός δέντρου, παίρνοντάς το απόφαση πως μπάνιο όπως το καλοκαίρι, δεν του 'μελλε να κάνει. Ύστερα πήρε μια πετσέτα απ' το σακίδιο για να σκουπιστεί και να προστατευτεί απ' το κρύο.
Όταν με τα πολλά η βροχή σταμάτησε, μια γοργόνα που τον είδε, βγήκε στα ανοιχτά και του χάρησε ένα κοχύλι για να τον παρηγορήσει, λέγοντάς του: "αυτό θα σου κρατάει συντροφιά τους μήνες μέχρι να ξαναζεστάνει η θάλασσα".
Αφού πήρε το μάθημά του, γύρισε πίσω στο σπίτι, όπου αποφάσισε να περιμένει υπομονετικά μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, αφού μπάνιο τους χειμερινούς μήνες με τα κρύα τους, δύσκολα κάνει κανείς. Η αλήθεια βέβαια είναι, πως όταν ο βασιλιάς Όνειρος άνοιξε κολυμβητήριο στο χωριό των νάνων, ο καλός μας νάνος Αυγουστής έτρεξε πρώτος.