ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας νάνος που τον έλεγαν Διαμαντή και ο οποίος ήταν ένας πολύ πετυχημένος χρυσοχόος. Στο εργαστήρι του συνήθιζε να φτιάχνει τα πιο όμορφα κοσμήματα με μόνο τα καλύτερα υλικά, τα οποία στη συνέχεια πουλούσε ακριβά.
Χρόνια ολόκληρα αργότερα και αφού από το εργαστήρι του είχε βγάλει μια ολόκληρη περιουσία, αποφάσισε να το κλείσει και να ταξιδέψει τον κόσμο. "Ευκαιρία να δω αν υπάρχουν κοσμήματα πιο όμορφα απ' αυτά που φτιάχνω εγώ", σκέφτηκε και μπήκε στο αεροπλάνο.
Ταξίδεψε σε χώρες πολλές και μακρινές και βασίλεια που το όνομά τους είχε δει στο χάρτη αλλά δεν τα ΄χε βάλει ποτέ με τη φαντασία του. Όπου κι αν ταξίδευε όμως και όσα κοσμήματα κι αν έβλεπε, δεν έβρισκε κάτι να του κεντρίσει το ενδιαφέρον. Ώσπου με τα πολλά, έφτασε στη μακρινή Ιαπωνία, όπου βρήκε ένα πανάκριβο σκουλαρίκι από πέρλα, το οποίο και αγόρασε δίνοντας μια περιουσία. Όταν κάποια στιγμή γύρισε πίσω και το έδειξε στους νάνους, αυτοί εντυπωσιάστηκαν. "Ίσως μπορώ να βρω κάποιο κόσμημα ακόμη πιο πολύτιμο", σκέφτηκε αυτός όμως βάζοντάς το πίσω στη θήκη του.
Έτσι ξαναπήρε το αεροπλάνο και πέταξε ακόμη πιο μακριά, σε χώρες ακόμη πιο μακρινές που μόνο με τα όνειρά του είχε βάλει. Όταν κάποια στιγμή βρέθηκε στην εξωτική Μαδαγασκάρη, συνάντησε ένα δαχτυλίδι με πετράδι από αμέθυστο, τόσο εντυπωσιακό που δεν μπήκε καν στον κόπο να σκεφτεί πριν το αγοράσει, δίνοντας και την άλλη μισή περιουσία. "Μα είναι απίστευτο", αναφώνησε, έπειτα πήρε το αεροπλάνο του γυρισμού και του έδειξε στους νάνους, οι οποίοι και αυτή τη φορά έμειναν με το στόμα ανοιχτό.
Πάλι όμως μετά από λίγες μέρες του ξαναμπήκε περιέργεια, μην τυχόν και υπήρχε κόσμημα ακόμη πιο ακριβό και φανταχτερό απ' αυτό. Έτσι ξαναπήρε το αεροπλάνο και ταξίδεψε ως τα πέρατα της γης. Αυτή τη φορά έφτασε στη μακρινή Αυστραλία, όπου μετά από πολύ ψάξιμο βρήκε ένα περιδέραιο από αστραφτερά τοπάζια, στη λάμψη των οποίων ένιωσε να θαμπώνεται. "Το αγοράζω όσο όσο!", αναφώνησε και ενθουσιασμένος έδωσε ό,τι χρήματα του είχαν απομείνει. Ύστερα πήρε το αεροπλάνο της επιστροφής και το παρουσίασε στους φίλους του τους νάνους, οι οποίοι συμφώνησαν μαζί του πως ήταν κάτι το εξαιρετικό.
Ικανοποιημένος λοιπόν και έχοντας ξοδέψει όλη του την περιουσία για να αγοράσει τα πολύτιμα κοσμήματα, αποφάσισε να πάει έναν περίπατο ως την κοντινότερη παραλία για να πάρει τον αέρα του και για να σκεφτεί όσα είχε πετύχει σαν χρυσοχόος. Αφού περπάτησε, κάποια στιγμή κάθισε σε ένα βραχάκι για να ξεκουραστεί. Τότε το σαγηνευτικό τραγούδι μιας σειρήνας έφτασε στα αυτιά του, μαγεύοντάς τον και ταξιδεύοντάς τον σε μέρη ακόμη πιο εξωτικά μόνο με τη φαντασία του.
"Σου δίνω τα ακριβότερα κοσμήματα στον κόσμο για να συνεχίσεις το τραγούδι σου", της είπε όταν κάποια στιγμή αυτή σταμάτησε, προσφέροντάς της το σκουλαρίκι από πέρλα, το δαχτυλίδι από αμέθυστο και το περιδέραιο με τα αστραφτερά τοπάζια.
"Με το πιο ακριβό κόσμημα το φοράω ήδη", του είπε αυτή και του έδειξε ένα κολιέ από κοχύλια το οποίο κρέμονταν απ' το λαιμό της. Ούτε ακριβό φαινόταν, ούτε κάποιο ιδιαίτερο πετράδι να το διακοσμεί ώστε να του κάνει εντύπωση.
"Μα δεν πρόκειται για πάμφθηνα κοχύλια μικρής αξίας. Πως να συγκριθούν σε αξία με τα πιο ακριβά διαμάντια του κόσμου;", αναρωτήθηκε αυτός και αυτή του απάντησε: "Μου αρκεί που για να 'ρθουν στη θάλασσα από μακριά και να ακούσουν το τραγουδί μου, οι άνθρωποι θα έδιναν ολόκληρη την περιουσία τους".
Ύστερα έβγαλε ένα κοχύλι από το κολιέ, του το έδωσε και ως δια μαγείας χάθηκε μπροστά απ' τα μάτια του. Αυτός το πήρε, το έβαλε στα αυτιά του και αφού συμφώνησε μαζί της έμεινε να απολαμβάνει τη γλυκιά μελωδία του ήχου του τραγουδιού της, που δεν ήταν άλλος από τον ήχο των κυμμάτων της θάλασσας.