ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας νάνος που τον έλεγαν Παράσχο και ο οποίος ήταν μεγάλος τεχνίτης στο να σκαλίζει την πέτρα, δεξιοτέχνης μα και εργατικός, που δούλευε ασταμάτητα μέρα - νύχτα, παραδίδοντας αγάλματα απίστευτης ομορφιάς και λεπτομέρειας.
Τόσο καλός ήταν μάλιστα σε αυτό που έκανε, που η φήμη του έφτασε μια μέρα μέχρι τα αυτιά του βασιλιά Όνειρου. Αυτός τον φώναξε στο παλάτι και του είπε: "Θέλω να φτιάξεις ένα άγαλμα ίδιο με μένα. Να το κάνεις όμως ψηλό σαν τα βουνά για να το βλέπουν όλοι", και του έδωσε διορία έναν μήνα για να του το παρουσιάσει. Ο Παράσχος ενθουσιάστηκε μόλις το άκουσε και αποδέχθηκε αμέσως, θεωρώντας το τιμή μα και πρόσκληση.
Μόλις του έφυγε όμως ο ενθουσιασμένος κατάλαβε πως θα δυσκολευόταν πολύ να τα καταφέρει. Αφού ταξίδεψε λοιπόν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης για να βρει πέτρα αρκετά μεγάλη, τη φόρτωσε με τη βοήθεια εκατό νάνων που του είχε εμπιστευτεί ο Όνειρος και την μετέφερε πίσω στο βασίλειο των νάνων. Έπειτα έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, κρατώντας μια ζωγραφιά του βασιλιά Όνειρου στο χέρι ώστε να ξέρει ακριβώς πως να σκαλίσει το άγαλμά του.
Όλα πήγαιναν περίφημα, όμως μετά από μερικές μέρες συνειδητοποίησε πως δεν τον έφτανε ο χρόνος ώστε να παραδώσει το άγαλμα στην ώρα του, δηλαδή ακριβώς στον ένα μήνα που του είχε ζητήσει ο βασιλιάς Όνειρος. Τότε λοιπόν σκέφτηκε να διπλασιάσει τους ρυθμούς του, δηλαδή, να δουλεύει και τις νύχτες με το φεγγαρόφως να τον οδηγεί. Έτσι και έγινε. Εκείνο το βράδυ ξενύχτησε, κρατώντας στο ένα χέρι το πορτραίτο του Όνειρου και στο άλλο και στο άλλο το σφυρί με τη λαβίδα. Τα πήγε περίφημα, όμως το επόμενο πρωί που κοίταξε καλά το άγαλμα στο φως της μέρας, παρατήρησε πως του φαινόταν διαφορετικό από τη μορφή του βασιλιά στη ζωγραφιά.
Μπερδεμένος άρχισε να το ξανασκαλίζει για να διορθώσει τα λάθη. Ό,τι όμως έκανε τη μέρα, του φαινόταν αλλιώτικο τη νύχτα, αφού άλλο το φως του ηλίου και άλλο του φεγγαρίου. "Της νύχτας τα καμώματα, τα βλέπει η μέρα και γελάει", του είπαν οι άλλοι νάνοι μόλις τους εξήγησε γιατί αργούσε τόσο, όμως αυτός συνέχισε να σκαλίζει, ελπίζοντας πως θα προλάβαινε την προθεσμία. "Ο βασιλιάς θα δει το άγαλμα μέρα ή νύχτα;", τον ρώτησαν οι άλλοι νάνοι προβληματισμένοι.
Πάνω στο άγχος του όμως, μια μόλις μέρα πριν την ημερομηνία παράδοσης, βάρεσε κατά λάθος τη μύτη του αγάλματος με αποτέλεσμα αυτή να σπάσει και να πέσει κάτω. "Το κατέστρεψα!", αναφώνησε και όλοι μαζεύτηκαν τριγύρω του να δουν τι έγινε. "Και τώρα;", τον ρώτησαν, υπολογίζοντας ότι του είχε μείνει ακριβώς μια μέρα και μια νύχτα.
Τότε λοιπόν αυτός ξανάπιασε το σφυρί και τη λαβίδα και έκανε δυο αγάλματα: ένα όπως του φαινόταν η ζωγραφιά του βασιλιά με το φως της μέρας και ένα με βάση το πως του φαίνοταν τη νύχτα. Δούλεψε δίχως σταματημό.
Όταν την επόμενη μέρα τα παρουσίασε μπροστά στο βασιλιά, του είπε: "Βασιλιά μου, καθώς δούλευα μέρα - νύχτα, η πέτρα που έφερα απ' τα πέρατα της γης για να σας κάνω άγαλμα έσπασε σε δυο κομμάτια. Ένα για τη μέρα και ένα για τη νύχτα λοιπόν!".
Αυτός πάλι, όχι μόνο δεν θύμωσε που το άκουσε, αλλά φρόντισε ώστε να τα τοποθετήσει σε διαφορετικές μεριές ώστε το ένα να αντικρίζει τον ήλιο να ανεβαίνει και το άλλο το φεγγάρι.