EΝΑ ΒΑΖΟ κάποτε σε ένα σπίτι είχε μεγάλη περηφάνεια για τα υλικά κατασκευής του, αφού ήταν φτιαγμένο από καθαρό χρυσάφι. "Είμαι το πιο πολύτιμο απ’ όλα τα βάζα του σπιτιού", έλεγε στα άλλα σκεύη και ασημικά. Αυτά πάλι, από τη μια θαύμαζαν την γυαλάδα του και το αστραφτερό του χρώμα, από την άλλη θεωρούσαν πως δεν είχε καμία ιδιαίτερη αξία και χρησιμότητα, αφού ένα βάζο δεν παύει να είναι βάζο.
Έτσι μια μέρα σκέφτηκαν να βάλουν κι αυτό και τα υπόλοιπα βάζα του σπιτιού να αποδείξουν τι πραγματικά αξίζουν. Τα μάζεψαν λοιπόν σε μια γωνιά, και τους ζήτησαν να σταθούν το ένα δίπλα στο άλλο ώστε να αποφασίσουν πιο ήταν το πιο πολύτιμο και αρχοντικό απ’ όλα. Το χρυσό βάζο, σίγουρο για τη νίκη του, έκανε ένα μεγάλο βήμα μπροστά για να το θαυμάσουν όλοι.
Τότε βγήκε και στάθηκε δίπλα του ένα βάζο από διάφανο κρύσταλλο, το οποίο φάνηκε να λαμπυρίζει στον ήλιο. "Εγώ είμαι το πιο πολύτιμο απ’ όλα τα βάζα του σπιτιού", είπε, "αφού για να με αποκτήσουν χρειάστηκε να δώσουν μια περιουσία". Δεν κατάφερε όμως να πείσει κανέναν ότι άξιζε περισσότερο από το χρυσό βάζο. Έτσι γύρισε στη θέση του απογοητευμένο.
Δεύτερο βγήκε μπροστά και στάθηκε ένα περίτεχνο πορσελάνινο βάζο με καταγωγή τη μακρινή Κίνα. "Εγώ είμαι το πιο πολύτιμο βάζο απ’ όλα", είπε, "αφού για να με φέρουν απ’ την Κίνα χρειάστηκε να διασχίσουν τη μισή γη". Και αυτή τη φορά όμως τα σκεύη και ασημικά δεν πείστηκαν ότι άξιζε περισσότερο από το χρυσό βάζο.
Τρίτο βγήκε μπροστά ένα μυστηριώδες βάζο από τερακότα, το οποίο είχε πάνω του ζωγραφισμένα λογής λογής περίτεχνα σχήματα, βγαλμένα από μια άλλη εποχή. "Εγώ είμαι το πιο πολύτιμο απ’ όλα τα βάζα", είπε, "αφού είμαι πάνω από πεντακοσίων ετών. Άλλα βάζα σαν κι εμένα τα βρίσκει κανείς σε μουσεία". Τα άλλη σκεύη και ασημικά ενθουσιάστηκαν πολύ μόλις το άκουσαν αλλά και αυτή τη φορά δεν μπόρεσαν να πειστούν ότι άξιζε περισσότερο από το χρυσό βάζο.
Τελευταίο λοιπόν βγήκε μπροστά ένα βάζο από ξύλο, το οποίο κανείς δεν είχε προσέξει στο σπίτι αφού ούτε όμορφες ζωγραφιές είχε πάνω του, ούτε έλαμπε στον ήλιο, παρά μόνο δυο όμορφα ολόφρεσκα τριαντάφυλλα να το διακοσμούν. "Εγώ είμαι το πιο πολύτιμο βάζο απ’ όλα", είπε και όλοι έμειναν να το κοιτούν με απορία και να πιστεύουν ότι τους έκανε πλάκα. Άλλα δε από τα σκεύη και ασημικά πήγαν να γελάσουν μόλις το άκουσαν, αφού δίπλα στο χρυσό βάζο έδειχνε τελείως ασήμαντο. Αυτό όμως, αφού μάζεψε αρκετό θάρρος, συνέχισε: "αφού έχω για πάντα πάνω μου χαραγμένη την ιστορία μιας αγάπης".
Τότε τους έδειξε στην πλάτη του χαραγμένα τα ονόματα του παππού και της γιαγιάς που έμεναν στο σπίτι, καθώς και μια μεγάλη καρδιά με ένα βέλος. Έπειτα τους είπε την ιστορία για το δέντρο από το οποίο προερχόταν το ξύλο του: ήταν το δέντρο στη σκιά του οποίου βρισκόταν στα κρυφά ο παππούς και η γιαγιά όταν είχαν πρωτογνωριστεί. Όταν κάποια στιγμή στο δάσος φύσηξε δυνατός άνεμος που λύγισε τα άλλα δέντρα και αυτό έμεινε το μόνο όρθιο, ο παππούς επέλεξε να το κόψει για να το κάνει ένα όμορφο βάζο και να το έχει στο σπίτι του. Από εκείνη τη μέρα η γιαγιά του σπιτιού δεν ξέχασε ούτε μέρα να τοποθετεί μέσα του κάθε μέρα δυο ολόφρεσκα κατακόκκινα τριαντάφυλλα.
Μόλις ολοκλήρωσε την ιστορία, τα σκεύη και ασημικά με πρώτο το χρυσό βάζο το καταχειροκρότησαν, και αποφάσισαν πως όντως ήταν πολυτιμότερο από οποιοδήποτε άλλο βάζο του σπιτιού.