ΕΝΑΣ ΝΑΝΟΣ ΚΑΠΟΤΕ που τον έλεγαν Κίμωνα, κουλουρτζής κατ' επάγγελμα, ήταν μεγάλος λιχούδης και με δυσκολία κρατιόνταν κάθε φορά που έβλεπε κάποιο γλυκό. Τα κουλούρια με σουσάμι όμως, τα οποία δεν περιείχαν ζάχαρη, δεν τα έτρωγε παρά μόνο τα κρατούσε για να τα πουλάει.
Μια μέρα ωστόσο, έτυχε να περάσει από μπροστά του μια παρέα από νεράιδες, οι οποίες κουβαλούσαν ένα ταψί με donut, το οποίο και πήγαιναν στη βασίλισσά τους, Τιτάνια. "Καλές μου νεραϊδούλες, τι έχετε εκεί;", της ρώτησε και αυτές τον φίλεψαν ένα κομμάτι, εξηγώντας του: "Είναι σαν τα κουλούρια που πουλάς σε σχήμα, όμως σε γλύκα δεν συγκρίνονται με τίποτα!"
Μόλις δοκίμασε, ξετρελάθηκε. Αμέσως έτρεξε στο κοντινότερο ζαχαροπλαστείο όπου και προμηθεύτηκε μια μεγάλη κούτα από δαύτα, αφού τον τελευταίο καιρό δυσκολευόταν πολύ να πουλήσει τα κουλούρια. "Οι νάνοι θα ξετρελαθούν. Χρυσές δουλειές θα κάνω!", σκέφτηκε και έτσι άδειασε το καροτσάκι του και το γέμισε λαχταριστά donut με επικάλυψη σοκολάτα ή φράουλα. Έπειτα πήγε και έστησε τον πάγκο του ακριβώς έξω απ' το παλάτι του Βασιλιά Όνειρου, στην κεντρική πλατεία του χωριού των νάνων. Υπομονετικά περίμενε τον πρώτο πελάτη.
Καθώς η ώρα όμως περνούσε και πελάτης ακόμα να φανεί, μπήκε σε πειρασμό. "Ένα δεν θα πειράξει αν λείψει", σκέφτηκε και καταβρόχθισε το πρώτο donut που βρήκε μπροστά του. Το έκανε μια χαψιά.
Μετά από λίγο πέρασε ο πρώτος πελάτης, ο νάνος Γιασεμής, ο οποίος πεινασμένος πήρε ένα και δοκίμασε. "Τι νόστιμο που είναι", του είπε και ο Κίμων συμφώνησε, τρώγοντας ένα δεύτερο για να του κάνει παρέα. Ύστερα ο Γιασεμής συνέχισε το δρόμο του πήγε να ενημερώσει τους άλλους νάνους για τη νέα λιχουδιά.
Όσο η ώρα περνούσε, τόσο πιο ανυπόμονος γινόταν ο Κίμων και δυσκολευόταν πολύ να κρατηθεί βλέποντας τα λαχταριστά donut μπροστά του. "Αφού πούλησα το πρώτο δεν θα πειράξει αν λείψει άλλο ένα", σκέφτηκε, όμως μετά από λίγο βρέθηκε να τα καταβροχθίζει όλα λαίμαργα, αφήνοντας μόνο ψίχουλα στον πάγκο. Με τα πολλά, η κοιλιά του φούσκωσε και δεν έμειναν παρά μόνο ψίχουλα στον πάγκο.
Τότε εμφανίστηκε μια ολόκληρη παρέα από νάνους για να αγοράσουν, οι οποίοι τον βρήκαν να κοιμάται του καλού καιρού κάτω απ' την σκιά ενός δέντρου με την κοιλιά πρησμένη. "Τα έφαγε όλα!", αναφώνησαν και απόρησαν με το δυνατό ροχαλητό του. Αυτός πάλι, χαμπάρι δεν πήρε, αφού εκείνη τη στιγμή έβλεπε τα donut στο όνειρό του.
Τόσο μάλιστα είχε φουσκώσει, που όταν μετά από λίγα δευτερόλεπτα ένα φύλλο έπεσε απ' το δέντρο και άγγιξε την κοιλιά του, αυτός τινάχτηκε αμέσως στον αέρα. Οι νάνοι λύθηκαν στα γέλια με το πάθημά του. "Θα είχες θησαυρίσει αν δεν ήσουν τόσο ανυπόμονος, ή μάλλον... λαίμαργος!", του είπαν.
Αυτός πάλι, αφού πήρε το μάθημά του και κατάλαβε πως θα δυσκολευόταν πολύ να αντισταθεί, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο να πουλάει κουλούρια.