EΝΑ ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ κάποτε αγαπούσε πολύ τα αρώματα των λουλουδιών. Του άρεσε να βγαίνει βόλτα στην εξοχή, και να ψάχνει για τα πιο φρέσκα και ευωδιαστά λουλούδια που μπορούσε να βρει. Έπειτα τα μάζευε και μόλις γυρνούσε στο σπίτι, τα τοποθετούσε σε βάζα ώστε να διατηρήσουν το άρωμά τους για τις επόμενες μέρες.
Ετσι λοιπόν, όταν κάποια στιγμή ήρθε η Πρωτομαγιά και τα λουλούδια στην εξοχή είχαν όλα ανθίσει, θέλησε να βγει έναν περίπατο και να μαζέψει μόνο τα πιο μυρωδάτα από αυτά, ώστε να κάνει ένα ωραίο στεφάνι και να το βάλει στην πόρτα του σπιτιού του.
Το πρώτο λουλούδι που συνάντησε ήταν μια όμορφη, κατακίτρινη μαργαρίτα. Χωρίς να δυσκολευτεί, άπλωσε το χέρι του και την έκοψε από το κοτσάνι, έπειτα την πλησίασε στα ρουθούνια του και την μύρισε. «Πολύ όμορφο, αλλά στο στεφάνι που θα κάνω σήμερα θέλω να βάλω το πιο μυρωδάτο και ευωδιαστό λουλούδι απ’ όλα», είπε, και δίχως άλλη σκέψη την άφησε και πήγε παρακάτω.
Αφού περπάτησε αρκετά, συνάντησε μια γαριφαλιά, με ωραία γαρύφαλλα σε διάφορα χρώματα: λευκά, ροζ, μωβ, πορτοκαλί, κόκκινα, κίτρινα, ακόμη και κάποια που είχαν δυο χρώματα. «Πανέμορφο, με αυτά θα φτιάξω στεφάνι πολύχρωμο σαν ουράνιο τόξο», αναφώνησε, και άπλωσε χωρίς πολύ κόπο να κόψει λουλούδι. Μόλις όμως το πλησίασε στα ρουθούνια του, άλλαξε γνώμη. «Πολύ ωραίο άρωμα, αλλά εγώ θα ήθελα κάτι ακόμη πιο μυρωδάτο για το στεφάνι μου».
Στο τέλος του δρόμου, συνάντησε μια τριανταφυλλιά, γεμάτη πανέμορφα, κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Μόλις τα είδε, άπλωσε δίχως να το σκεφτεί για να κόψει, αλλά τα χέρια του τρύπησαν και πληγώθηκαν από τα μεγάλα αγκάθια των λουλουδιών. «Αξίζει άραγε τον κόπο;», σκέφτηκε, και έκανε να απλώσει ξανά το χέρι του, αυτή την φορά με πολλή προσοχή για να μην ξανατρυπηθεί. Και πάλι όμως, όχι απλά τρυπήθηκε, αλλά μάτωσε και ούρλιαξε από τον πόνο.
«Ένα τόσο ιδιαίτερο λουλούδι θέλει εξίσου ιδιαίτερο χειρισμό», του είπε μια κάμπια που έκανε την βόλτα της λίγο πιο πέρα σε ένα περβάζι. Έπειτα, του έδειξε ένα ψαλίδι, το οποίο βρισκόταν χωμένο στο έδαφος, με μόνο την λαβή να προεξέχει. Το ακορντεόν λοιπόν το πήρε, και με πολύ προσοχή για να μην ξανατρυπηθεί έκοψε το πρώτο τριαντάφυλλο. Έπειτα το πλησίασε στα ρουθούνια του και μέθυσε από το άρωμά του.
«Άξιζε τελικά τον κόπο...», σιγοψιθύρισε. Έπειτα με πολλή προσοχή έκοψε και τα υπόλοιπα λουλούδια από την τριανταφυλλιά, τα καθάρισε από τα αγκάθια τους και με αυτά έφτιαξε το πιο όμορφο στεφάνι Πρωτομαγιάς που έχει γίνει ποτέ.