MΙΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΗ ΠΙΑΤΕΛΑ κάποτε σε ένα σπίτι είχε την κακή συνήθεια να τα περιμένει όλα έτοιμα από τους άλλους. "Δεν είμαστε υπηρέτες σου!", της έλεγαν τα άλλα σκεύη και ασημικά κάθε φορά που τους ζητούσε χάρη όμως αυτή επέμενε και δεν έλεγε να αλλάξει τρόπους και μυαλά.
Έτσι λοιπόν μια μέρα, τα άλλα σκεύη και ασημικά συνεννοήθηκαν μεταξύ τους για να της δώσουν ένα γερό μάθημα. Όσο αυτή έλειπε, φόρεσαν ποδιές και κατάλληλα ρούχα, ώστε να θυμίζουν υπηρετικό προσωπικό, και στόλισαν το σπίτι ώστε να μοιάζει με παλάτι: έβαλαν παντού αγάλματα, κόκκινα χαλιά, καθώς και ακριβούς πίνακες.
"Καλημέρα σας υψηλοτάτη", είπε το πορσελάνινο βάζο μόλις αυτή άνοιξε την πόρτα, το οποίο είχε ντυθεί οικονόμος του σπιτιού. "Να πάρω το παλτό σας, παρακαλώ;", συνέχισε, δίχως να δείξει ούτε προς στιγμή ότι την κοροϊδεύει. Αυτή πάλι στην αρχή τα 'χασε, όμως μετά από λίγο είδε πως της άρεσε να της συμπεριφέρονται σαν βασίλισσα και δεν μπήκε στον κόπο να αναρωτηθεί.
Δεν πρόλαβε να κάνει δυο βήματα, και μπροστά της πετάχτηκε η τσαγιέρα, η οποία τη ρώτησε: "Θα ήθελε μήπως η κυρία τσάι πριν το γεύμα;". Δεν πρόλαβε να απαντήσει καλά καλά και ήδη την είχε σερβίρει ζεστό, αχνιστό τσάι. Έπειτα και η ζαχαριέρα τη σέρβιρε δυο μεγάλους κύβους ζάχαρη και ανακάτεψε το τσάι με το κουταλάκι.
Μόλις η πιατέλα έκανε να καθίσει στον καναπέ για να απολαύσει το τσάι πετάχτηκε το πορσελάνινο βάζο για να της βάλει μαξιλάρι στην πλάτη και να παραλάβει τις παντόφλες της. "Ελπίζω η αυτού υψηλότης σας να νιώθει άνετα", της είπε, και με περισπούδαστο ύφος πήγε στην κουζίνα.
Μετά από λίγο εμφανίστηκε ολόκληρη ομάδα από υπηρέτες με ποδιές, ο καθένας εκ των οποίων κουβαλούσε ένα μεγάλο δίσκο με εκλεκτά φαγητά: από γουρουνόπουλο στη γάστρα και γαλοπούλα ψητή με λαχανικά μέχρι τάρτες και γλυκά του κουταλιού.
"Μήπως θα ήθελε η κυρία να χαμηλώσουμε το φωτισμό ώστε να φάει με την άνεσή της;", τη ρώτησε το κηροπήγιο και αφού έσβησε τα φώτα άναψε δέκα μικρά κεράκια για να κάνει ατμόσφαιρα. Και έτσι η πιατέλα άρχισε να τρώει και να γεμίζει την κοιλιά της με τις λαχταριστές λιχουδιές που της είχαν μαγειρέψει, και δεν πρόφταινε να αδειάσει το ποτήρι της και αμέσως της το ξαναγέμιζαν με νερό. Με τα πολλά όμως της φάνηκε περίεργο που είχε τέτοια μεταχείριση και σκέφτηκε να ρωτήσει: "...σίγουρα είμαι βασίλισσα και μου φέρεστε έτσι;".
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση και μπροστά της εμφανίστηκε ο καθρέφτης, ο οποίος έκανε μια βαθιά υπόκλιση. "Μεγαλειοτάτη, είμαι εδώ για να σας διαλύσω κάθε αμφιβολία!", της είπε. Αυτή πάλι, μόλις κοίταξε την αντανάκλασή της, έμεινε με ανοιχτό το στόμα: ο καθρέφτης την έδειχνε να φοράει ένα πανέμορφο φόρεμα γεμάτο πετράδια και ρουμπίνια, καθώς και ένα στέμμα από καθαρό χρυσάφι. Τόσο πολύ λάτρεψε αυτό που έβλεπε που άρχισε να κάνει βήματα προς το μέρος του, και καθόλου δεν κατάλαβε ότι τα άλλα σκεύη και ασημικά την κορόιδευαν. Ώσπου κάποια στιγμή κουτούλησε και έπεσε, αφού δεν έβλεπε πού πατούσε παρά μόνο κοιτούσε τον καθρέφτη, και προηγουμένως η κοιλιά της είχε φουσκώσει απ' τα πολλά φαγητά που της είχαν σερβίρει.
Μόλις σηκώθηκε και κοίταξε τα ρούχα της, κατάλαβε ότι δεν υπήρχε ούτε ακριβό φόρεμα με ρουμπίνια και διαμάντια, μα ούτε και στέμμα, και πως τόση ώρα την κορόιδευαν. Τα άλλα σκεύη και ασημικά δε, ξεράθηκαν στα γέλια με το πόσο φαντασμένη ήταν.
Από εκείνη τη μέρα πήρε το μάθημά της και σταμάτησε να μιλάει στους άλλες σαν να είναι υπηρέτες της.