MΙΑ ΖΑΧΑΡΙΕΡΑ κάποτε αγαπούσε πολύ οτιδήποτε γλυκό, και δεν έχανε ευκαιρία να μοιράζει τη ζάχαρή της απλόχερα ώστε να γλυκαίνει και τα άλλα σκεύη και ασημικά του σπιτιού. Αυτά πάλι, από την πιο φιλόξενη τσαγιέρα μέχρι την πιο κουτσομπόλα καφετιέρα, καλοδέχονταν τη ζάχαρη που τους προσέφερε και τη χρησιμοποιούσαν για να προσθέσουν λίγη γλύκα σε οτιδήποτε κι αν έφτιαχναν.
"Αντί να δίνεις τη ζάχαρη απλόχερα, θα έπρεπε να τη χρεώνεις ώστε να βγάλεις ζεστό χρήμα", της είπε μια μέρα η τσιγκούνα κούπα. Η καλή μας η ζαχαριέρα στην αρχή δεν ήθελε ούτε καν να το ακούει. Έπειτα από λίγη ώρα όμως, άρχισαν να της μπαίνουν σκέψεις: "τόση ζάχαρη τους έχω δώσει... ίσως θα 'πρεπε κι αυτοί να ανταποδώσουν."
Έτσι λοιπόν, σκέφτηκε να αρχίσει να τη χρεώνει με το κουταλάκι. "Δεν μπορείς να μας το κάνεις αυτό!",της είπαν παραπονεμένα τα άλλα σκεύη και ασημικά μόλις το άκουσαν. Μόνο που δεν έβαλαν τα κλάματα στην ιδέα ότι θα έπρεπε να πληρώνουν για κάτι που τόσο καιρό το θεωρούσαν αυτονόητο. "Και πόσες φορές σας έδωσα ζάχαρη και σεις τη σπαταλήσατε!", τους είπε πίσω η ζαχαριέρα, και αυτά κατάλαβαν πως το είχαν παρακάνει με το τσάμπα. Με τα πολλά πείστηκαν να πληρώνουν για να αγοράσουν την ποσότητα που είχε ανάγκη ο καθένας.
Και έτσι, η καλή μας ζαχαριέρα άρχισε να βγάζει λεφτά πουλώντας τη ζάχαρη. Στην αρχή χρέωνε ένα μεταλλικό φλουρί για κάθε κουταλάκι, όμως, μόλις είδε ότι τα άλλα σκεύη και ασημικά ήταν πρόθυμα να δώσουν παραπάνω, έγινε άπληστη και ανέβασε την τιμή. Τα άλλα σκεύη και ασημικά ταράχτηκαν μόλις έμαθαν τα νέα, όμως σύντομα κατάλαβαν πως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για να τη σταματήσουν.
"Και τι να κάνω... χωρίς ζάχαρη δε θα πίνεται το τσάι", έλεγε η τσαγιέρα κάθε φορά που πήγαινε να αγοράσει, και μόλις η ζαχαριέρα το άκουγε ζητούσε όλο και περισσότερα χρήματα. Ώσπου μετά από μερικές μέρες χρέωνε ούτε ένα ούτε δυο αλλά... εκατό ολόκληρα φλουριά για το κάθε κουτάλι ζάχαρη. Έπειτα πάλι μάζευε τα νομίσματα σε σακουλάκια και τα έκρυβε κάτω από το στρώμα της, όπως ακριβώς έκανε και η τσιγκούνα κούπα.
"Αν συνεχίσει να ανεβάζει τις τιμές σύντομα δε θα μπορεί κανένας να αγοράσει ζάχαρη", είπε μια μέρα το βάζο με τη μαρμελάδα. "Ας σταματήσουμε τότε να αγοράζουμε μια ώρα αρχύτερα!", είπε θυμωμένη η κανάτα με το γάλα, και όλα τα σκεύη και ασημικά συμφώνησαν. Έτσι την επόμενη μέρα η καφετιέρα θα έφτιαχνε σκέτο καφέ, το τσάι θα σερβίρονταν χωρίς ζάχαρη, όπως και το γάλα και ο χυμός πορτοκάλι. Έτσι και έγινε.
"Μα καλά πάθατε κάτι;", τους ρώτησε η ζαχαριέρα ταραγμένη την επόμενη μέρα, αφού όπου περπατούσε έβλεπε τα μούτρα τους ξινισμένα και πικραμένα.
"Αφού δε ρίχνεις τις τιμές θα ζήσουμε και μεις χωρίς τη ζάχαρη σου", της είπε αυστηρά η τσαγιέρα, της οποίας το τσάι πλέον ήταν άγευστο και κανείς δεν το προτιμούσε.
Έπειτα η ζαχαριέρα πήρε να δοκιμάσει λίγο από τον καφέ για να διαπιστώσει αν της είχε πει αλήθεια, αλλά μόλις κατέβασε μια γουλιά πίκρισαν κι αυτής τα μούτρα. "Έλα μωρέ πίνεται κι έτσι...!", είπε και μόλις πήγε να κατεβάσει και δεύτερη γουλιά ένιωσε αναγούλα.
"Λίγο νερό...!", φώναξε, και η κανάτα του νερού έτρεξε δίπλα της. "Ίσως θα 'πρεπε να σε χρεώσω και 'γω τώρα που με έχεις ανάγκη", της είπε αυτή, και όλα τα σκεύη και ασημικά ξέχασαν την ξινίλα τους και ξέσπασαν σε γέλια.
Και η καλή μας ζαχαριέρα; Από εκείνη τη μέρα πήρε το μάθημά της και συνέχισε να μοιράζει την γλύκα απλόχερα, όπως παλιά.