EΝΑ ΑΡΩΜΑ κάποτε παινευόταν πολύ για την αξία του. "Είμαι ένα από τα πιο ακριβά αρώματα", έλεγε στα άλλα σκεύη και ασημικά του σπιτιού και καυχιόταν που η νοικοκυρά χρειάστηκε να ξοδέψει ένα κάρο λεφτά για να το αγοράσει. Όμως οι μέρες περνούσαν και αυτή δεν έλεγε να το χρησιμοποιήσει. Και έτσι, το άρωμα καθόταν στο ντουλάπι και περίμενε υπομονετικά.
Ώσπου μια μέρα συνέβη το αναπάντεχο: η νοικοκυρά φορώντας τα καλά της ρούχα μπήκε στο μπάνιο και άνοιξε το άρωμα. Με το ένα της χέρι έκλεισε την μύτη της και με το άλλο άρχισε να ψεκάζει παντού σε όλο της το κορμί. Αφού τελείωσε, έβαλε ξανά το καπάκι στο μπουκάλι και το άφησε στο νιπτήρα. Τα άλλα αντικείμενα στο μπάνιο, οδοντόβουρτσες, πετσέτες και ρολά υγείας κόντεψαν να λιποθυμήσουν από την άσχημη μυρωδιά. Όσο η νοικοκυρά ψεκαζόταν μάλιστα με το άρωμα, κρατιόντουσαν μεταξύ τους και έπαιρναν βαθιές ανάσες.
Μόλις η νοικοκυρά βγήκε από το μπάνιο, πήρε το λόγο το ρολό υγείας, και είπε: "Τόσο καιρό μας περηφανεύεσαι για την αξία σου και το πόσα λεφτά χάλασε η νοικοκυρά, αλλά ποτέ δε μας είπες από ποιο λουλούδι είναι η μυρωδιά σου".
"Τι θες και το ρωτάς, αφού αυτό δε μυρίζει υπέροχα αλλά... βρωμοκοπάει", πετάχτηκε το σαμπουάν.
"Ανοησίες", τους απάντησε το άρωμα. "Δεν εκτιμάτε την αξία μου, γιατί είστε ταπεινής καταγωγής. Δεν ξέρετε από αρώματα".
Τα αντικείμενα στο μπάνιο παραξενεύτηκαν πολύ, αφού η μυρωδιά δεν τους θύμιζε κανένα λουλούδι. Έτσι τους έφαγε η περιέργεια να ανακαλύψουν τι ήταν αυτό το μυστηριώδες άρωμα που τους είχε κουβαληθεί στο μπάνιο. Άρχισαν να ψάχνουν και να μελετούν λογής λογής μυρωδιές και βιβλία, χωρίς να μπορούν να θυμηθούν ακριβώς με τι τους έμοιαζε. Μάταια όμως.
Τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα όταν συνειδητοποίησαν πως η νοικοκυρά κάθε βράδυ καθόταν μπροστά στο νιπτήρα και ψεκαζόταν με το ίδιο άρωμα, ξανά και ξανά, χωρίς να την ενοχλεί η δυσωδία.
"Αφού σας είπα, η νοικοκυρά εκτιμάει την πραγματική μου αξία", τους έλεγε το άρωμα και γελούσε κάθε φορά που αυτή επέστρεφε για να ψεκαστεί.
Ώσπου μια μέρα που μπήκε στο μπάνιο βιαστικά για να ετοιμαστεί, ξέχασε στη μπανιέρα ένα ώριμο μήλο. Δεν πρόλαβαν να περάσουν λίγες μέρες, και το μήλο το οποίο σιγά σιγά σάπιζε, άρχισε να αναδύει και αυτό τη δική του μυρωδιά. "Βρε κοίτα να δεις που τόσο καιρό η νοικοκυρά αρωματιζόταν με... σάπιο μήλο!", αναφώνησε το ρολό υγείας, μόλις κατάλαβε τι του θύμιζε η μυρωδιά. Και τότε άρχισαν όλα μαζί τα αντικείμενα στο μπάνιο να γελούν μαζί του.
"Σας είπα, είστε ανόητοι και δεν εκτιμάτε την πραγματική μου αξία!", είπε ξανά το άρωμα. Όμως τότε μπήκε ξανά στο μπάνιο η νοικοκυρά, η οποία απόρησε πολύ με την μυρωδιά. Αφού έψαξε καλά καλά, βρήκε το ξεχασμένο σάπιο μήλο στην μπανιέρα και το πέταξε στα σκουπίδια. Μόλις πήγε να ψεκαστεί για ακόμη μια φορά με το άρωμα παραξενεύτηκε πολύ.
"Κοίτα να δεις που μου πουλήσανε... σάπιο μήλο για άρωμα! Και εγώ έδωσα ένα κάρο λεφτά", είπε και το πέταξε στη σακούλα σκουπιδιών και από εκεί στον κάδο. Από τότε κάνουν παρέα με το σάπιο μήλο στη χωματερή.