EΝΑ ΧΡΥΣΟ ΕΠΑΘΛΟ κάποτε βρέθηκε ξεχασμένο σε ένα ράφι. Το μόνο που θυμόταν ήταν πως το είχε τοποθετήσει εκεί η νοικοκυρά πριν λίγο καιρό, αλλά είχε ξεχάσει ακριβώς το πότε και για ποιον λόγο. Έτσι λοιπόν, το είχε φάει η περιέργεια, και με το μυαλό του έβαζε χίλια δυο πράγματα: πως το είχε κερδίσει κάποιος σε αγώνα φόρμουλα 1 ή ως πρώτο βραβείο στους Ολυμπιακούς αγώνες.
Δίπλα του ακριβώς, στο ίδιο ράφι, βρισκόταν από πιο παλιά άλλα δυο έπαθλα: ένα ασημένιο και ένα χάλκινο. Έτσι κι αυτό, σκέφτηκε να τα ρωτήσει: "Εσάς για ποιό λόγο σας έβαλαν στο ράφι;"
"Εμένα με κέρδισε ο μεγάλος γιος της νοικοκυράς", είπε το ασημένιο έπαθλο, "όταν βγήκε δεύτερος σε έναν ξακουστό διαγωνισμό Μαθηματικών. Είμαι λοιπόν ένα βραβείο για έναν μεγάλο μαθηματικό". Έπειτα γέμισε περηφάνια, και κοίταξε τα άλλα δυο έπαθλα, το χρυσό και το χάλκινο, σαν να ήθελε να τους δείξει πως ήταν το καλύτερο.
"Εμένα με κέρδισε ο μικρός γιος της νοικοκυράς", είπε το χάλκινο έπαθλο, "όταν βγήκε τρίτος σε έναν πανελλήνιο διαγωνισμό Λογοτεχνίας. Είμαι λοιπόν ένα βραβείο για έναν μεγάλο συγγραφέα". Έπειτα γέμισε ακόμη μεγαλύτερη περηφάνια από το ασημένιο έπαθλο, αφού του άρεσε πολύ να διαβάζει βιβλία, και θεωρούσε πως η λογοτεχνία ήθελε μεγαλύτερο ταλέντο από τα μαθηματικά.
"Εσένα; Θα μας πεις ποιος σε κέρδισε και γιατί;", ρώτησαν τα άλλα δυο έπαθλα το χρυσό. Αυτό πάλι, γεμάτο απορία, τους απάντησε: "Δεν είμαι καθόλου σίγουρος, αλλά πιστεύω πως αξίζω πολύ περισσότερα κι από τους δυο σας, και πως όποιος με κέρδισε πήρε σίγουρα την πρώτη θέση".
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση, και πλησίασε το ράφι η νοικοκυρά, η οποία πήρε το χρυσό έπαθλο και με συγκίνηση διάβασε την επιγραφή που είχε σκαλισμένη: "Στην καλύτερη μαμά του κόσμου, απονέμουμε χρυσό έπαθλο. Θα έχεις πάντα την πρώτη θέση στην καρδιά μας. Με πολύ αγάπη, οι δύο γιοί σου!".